Ο Νομικός Κόσμος του Ναυπλίου και η Επανάσταση της 1ης Φεβρουαρίου 1682. Γούναρης Αναστάσιος, Φιλόλογος - Ιστορικός - Συγγραφέας, Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013
Η μαρτυρημένη δράση δικηγόρων, που ζούσαν τότε στο Ναύπλιο, αρχίζει ένα χρόνο πριν από την Επανάσταση. Οι παλαιότεροι ανήκουν στον πολιτικό κύκλο της Κ. Παπαλεξοπούλου.
Πέντε από αυτούς, μαζί με τη στρατιωτική ηγεσία, αποφασίζουν την πρόωρη έναρξη του αγώνα και εργάζονται πυρετωδώς για την επιτυχία του. Aυτοί αποτελούν την προσωρινή Κυβερνητική Επιτροπή, η οποία – ανάμεσα σε άλλα – ξεσηκώνει το λαό, αναθέτει στο φοιτητή της Νομικής Σχολής Θ. Φλογαϊτη την έκδοση της επαναστατικής εφημερίδας «Ο Συνταγματικός Έλλην» και διορίζει δημοτικό αστυνόμο τον κοσμαγάπητο δικηγόρο Κ. Ευθυμιόπουλο.
Συγκροτείται νέα μόνιμη Κυβερνητική Επιτροπή, η οποία ως Κυβέρνηση ασχολείται και φροντίζει για όλα τα θέματα, πλην των στρατιωτικών. Έχει δέκα μέλη, τα έξη από τα οποία είναι δικαστές και δικηγόροι. Από αυτούς τρεις συγκροτούν ισάριθμα εθελοντικά σώματα και τρεις πηγαίνουν για να ξεσηκώσουν την Αρκαδία.
Άλλοι δικηγόροι εντάσσονται σε διάφορες εθελοντικές στρατιωτικές μονάδες. Κάποιοι με την ευγλωττία τους ενθουσιάζουν λαό και στρατό. Εκφωνούν επικήδειους για τα θύματα του αγώνα. Πρωτοστατούν στην καύση της λαιμητόμου και λύνουν ανθρωπιστικά το πρόβλημα των πολλών υποδίκων και καταδίκων στις φυλακές της πόλης. Σημαντική είναι η συμβολή των δικηγόρων στη σύνταξη της Έκθεσης των Επαναστατών προς τις Προστάτιδες Δυνάμεις. Την κρίσιμη μέρα της 1 Μαρτίου, όλοι τους, από τον εφέτη Πετιμεζά μέχρι το δικηγόρο Ααρών, αγωνίζονται με θάρρος, που κάποτε φθάνει τον ηρωισμό.
Μετά την ήττα και τη διάσπαση, συνεχίζουν τον αγώνα και προσπαθούν να διευθετήσουν τα πράγματα όσο μπορούν. Ζητούν γενική αμνηστία για τους ίδιους και τους πρώην φυλακισμένους κι όταν αντιλαμβάνονται πως ο γερμανο-ελβετός αρχηγός του βασιλικού στρατού τους εμπαίζει, ο δικηγόρος Κ. Φαρμακόπουλος του δηλώνει: «λοιπόν, στρατηγέ, έλθετε να κυριεύσητε ερείπια ουχί πόλιν». Τελικά, εξαιρούνται από την αμνηστία 19 άτομα: 12 στατιωτικοί και 7 πολίτες. Από τους δεύτερους οι 2 είναι δικαστικοί και οι 3 δικηγόροι.
![Σκηνή από τη Ναυπλιακή Επανάσταση, 1862.]()
Σκηνή από τη Ναυπλιακή Επανάσταση, 1862.
Αναδιφώντας τις πηγές και τα ιστορικά έργα που υπάρχουν για τη Ναυπλιακή Επανάσταση της 1ης Φεβρουαρίου του 1862, διαπιστώνουμε αμέσως την ύπαρξη μιας πραγματικής εθνικολαϊκής εκδήλωσης. Την Επανάσταση όμως αποφάσισαν, οργάνωσαν και διεύθυναν άνθρωποι από το αστικό στρώμα της αναπλιώτικης κοινωνίας, με σκοπό την εφαρμογή των καταπατούμενων από το σύστημα[1] συνταγματικών όρων του 1844 και τη λύση των εθνικών και άλλων προβλημάτων,[2] που ταλάνιζαν το μικρό[3] τότε Βασίλειο της Ελλάδος.
Μια άλλη διαπίστωση, η οποία προκύπτει πάλι από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, είναι ότι μεγάλος αριθμός των αστών που πρωταγωνίστησαν στον επαναστατικό αγώνα της πόλης του Ναυπλίου ήσαν δικαστές και δικηγόροι.[4] Ο νομικός κόσμος, λόγω της ειδικής επιστημονικής συγκρότησής του και της συνεχούς επαγγελματικής απασχόλησής του στην απόδοση του δικαίου, ήταν πιο ευαίσθητος δέκτης των επαναστατικών μηνυμάτων.
![Καλλιόπη Σπ. Παπαλεξοπούλου. Φώτο από το « Ημερολόγιον του 1904, Κ. Φ . Σκόκου », Τόμ. 19, Αρ. 1, σελ. 241.]()
Καλλιόπη Σπ. Παπαλεξοπούλου. Φώτο από το « Ημερολόγιον του 1904, Κ. Φ . Σκόκου », Τόμ. 19, Αρ. 1, σελ. 241.
Στο Ναύπλιο – πριν ακόμη από την Επανάσταση – υπάρχει και δρα ένας σημαντικός επαναστατικός πυρήνας, αποτελούμενος κυρίως από δικηγόρους και αξιωματικούς. «Εκ των εποχών εκείνων του Μαρτίου και του Απριλίου του 1861», γράφει μετά τη Ναυπλιακή Επανάσταση στο προς τον Όθωνα Υπόμνημά του ο επί των Εσωτερικών υπουργός του Χ. Χριστόπουλος, «είχεν αναπτυχθεί και εφαίνετο παγιούμενον εν Ναυπλίω το αντιδραστικόν κατά των καθεστώτων πνεύμα, η δε οικία της Κ. Παπαλεξοπούλου, ήτις αείποτε ην η διδάσκαλος πάσης κατά των ιερών προσώπων των ΑΑΜΜ βλασφημίας και ύβρεως, συχναζομένη υπό διαφόρων νέων δικηγόρων και αξιωματικών του στρατού, υπήρξε το κέντρον πάσης κατά των καθεστώτων μηχανορραφίας και ραδιουργίας [...]».[5]
Ο ίδιος υπουργός δίνει στο ιστορικώς πολύτιμο Υπόμνημά του δύο ακόμη ενδιαφέρουσες για το θέμα μας πληροφορίες: «Την νύκτα», γράφει, «της 24ης προς την 25ην Ιανουαρίου ε.έ., οπότε επρόκειτο να πανηγυρισθή η βασιλική της ημέρας ταύτης εορτή,[6] νέοι λίβελλοι, περιέχοντες τας πλέον ανιέρους βλασφημίας και ύβρεις κατά των ιερών προσώπων των ΑΑΜΜ, ευρέθησαν εν Ναυπλίω, τοιχοκολλημένοι και ερριμένοι εις τας οδούς [...]». Το ίδιο επαναλαμβάνεται και την επόμενη νύχτα, αλλά την 29η «αυθόρμητοι και αθρόοι οι εγκριτότεροι του Ναυπλίου εξ όλων σχεδόν των τάξεων, οίον έμποροι, κτηματίαι, δικηγόροι και ο δήμαρχος μετά των μελών του δημοτικού συμβουλίου, προσήλθον εις το νομαρχείον», για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους «κατά του εν σκότει εργαζομένου λιβελλογράφου [...]».[7] Ένα μέρος από αυτούς θα αποτελέσουν την πολιτική ηγεσία της Επανάστασης.
Η δεύτερη πληροφορία του Χριστόπουλου είναι γενική· αφορά στο ποιοι από τις επαρχίες είχαν επαναστατικό φρόνημα. Οι δικηγόροι είναι πρώτοι στη λίστα: «Ήσαν δε», γράφει, «εν ταις επαρχίαις οι περί των κοινών συζητούντες και μετά πικρίας τας πράξεις διερχόμενοι [...]. Οι δικηγόροι σχεδόν οι πλείστοι».[8] Το ίδιο συνέβαινε και στ’ Ανάπλι.
Μία άλλη σημαντική πηγή, ο άγνωστος χρονικογράφος της Ναυπλιακής Επανάστασης, μας δίνει μια ακόμη σχετική πληροφορία. Την 1η Απριλίου 1861, ο άτυπος[9] ακόμη Δικηγορικός Σύλλογος Ναυπλίου οργάνωσε στο Άργος ένα πολιτικό συμπόσιο «εις το οποίον παρευρέθησαν υπέρ τους τριάκοντα πολίτας και αξιωματικούς. [...] των θυρών κεκλεισμένων εσυμφωνήθη αντικείμενον μεγίστης σημασίας [...]. Εικών δε πρίγκηπός τινος[10] ξένου και μεγάλου [...] ενηγκαλίσθη και ησπάσθη παρ’ όλων, ως μέλλοντος να συντελέση προς ευδαιμονίαν και μεγαλείον του έθνους».[11]
![Προσωπογραφία Μιχαήλ Ιατρού (1848). Διονύσιος Τσόκος, λάδι σε μουσαμά, 69Χ54 εκ. Συλλογή: Ελένης Σπηλιωτάκη.]()
Προσωπογραφία Μιχαήλ Ιατρού (1848). Διονύσιος Τσόκος, λάδι σε μουσαμά, 69Χ54 εκ. Συλλογή: Ελένης Σπηλιωτάκη.
Όπως γνωρίζουμε, η Επανάσταση,[12] λόγω απροόπτου συμβάντος, ξεσπά πρόωρα τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου προς 1η Φεβρουαρίου. Ο χρόνος της έκρηξής της συζητείται και αποφασίζεται στο σπίτι του εφέτη Γ. Πετιμεζά. Προγραμματίζεται αμέσως στρατιωτικά και πολιτικά. Το πάνω χέρι έχουν οι πολιτικοί. Τα ηνία κρατά η πενταμελής Προσωρινή Κυβερνητική Επιτροπή. Την αποτελούν ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης και οι έγκριτοι δικηγόροι, Γρηγ. Δημητριάδης, Γεώργ. Αντωνόπουλος, Ιω. Παπαζαφειρόπουλος. Γραμματέας της είναι ο δικαστικός υπάλληλος Δημ. Καλιοντζής. Η Επιτροπή αυτή – ανάμεσα σε άλλα – εκδίδει δύο Διακηρύξεις, ξεσηκώνει το λαό και αναθέτει στο νεαρό φοιτητή της Νομικής, μαχητή και δημοσιογράφο Θεόδωρο Φλογαΐτη την έκδοση της επαναστατικής εφημερίδας Ο Συνταγματικός Έλλην. Στη συνέχεια, η Προσωρινή Κυβερνητική Επιτροπή διευρύνεται με την προσθήκη πέντε ακόμη αιρετών μελών: του δήμαρχου Πολ. Ζαρειφόπουλου, του πρόεδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Μιχ. Ιατρού, του πρώην Βουλευτή Γ. Ι. Ιατρού, του δημοτικού σύμβουλου Β. Κόκκινου και του δικηγόρου Κ. Πετσάλη. Γραμματέας της αναλαμβάνει ο νέος δικηγόρος Γ. Δ. Ποσειδών.[13] Όπως βλέπουμε, οι νομικοί υπερτερούν όχι μόνο σε αριθμό αλλά – όπως θα διαπιστώσουμε – και σε δύναμη. Άλλοι δικηγόροι υπηρετούν σε λόχους εθελοντών και αλλού. Γενικά, οι άνθρωποι αυτοί κλιμακώνονται σε διάφορες θέσεις: από απλός μαχητής μέχρι μέλος της Κυβερνητικής Επιτροπής.
Αυτή η μόνιμη πλέον Κυβερνητική Επιτροπή ασχολείται και φροντίζει για όλα τα θέματα, πλην των στρατιωτικών. Τρία από τα μέλη της οργανώνουν ισάριθμους στρατιωτικούς λόχους εθελοντών: ο Μαυρομιχάλης το λόχο εκ Λακώνων, ο Πετιμεζάς το λόχο εκ Καλαβρυτινών και ο Αντωνόπουλος το λόχο εκ Τριπολιτών.[14] Ο Πετιμεζάς, ο Παπαζαφειρόπουλος και ο Αντωνόπουλος, με ένα μικρό τμήμα Ιππικού, πηγαίνουν στην Τριπολιτσά, για να ξεσηκώσουν την Αρκαδία.[15]
Σημαντική είναι η συμβολή των νομικών της Επανάστασης στη σύνταξη της αναλυτικής έκθεσης «Προς τους εξοχωτάτους Κυρίους Πρέσβεις των τριών Μεγάλων Ευεργετίδων της Ελλάδος Δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσσίας». Την υπέβαλαν γιατί κυρίως ήθελαν να τους διαβεβαιώσουν ότι η Επανάσταση «ουδόλως τείνει εις την προσβολήν τής διά των συνθηκών καθιερωθείσης και υφισταμένης εν Ελλάδι μοναρχικής και συνταγματικής τάξεως ή των διεθνών σχέσεων ουδέ το παράπαν αντίκειται εις τους υψηλούς περί της Ανατολής σκοπούς των Δυνάμεων». Την κύρια ευθύνη για τη σύνταξη της διπλωματικής αυτής έκθεσης είχαν οι δικηγόροι Γ. Στεφόπουλος, Κ. Φαρμακόπουλος και Κ. Πετσάλης,[16] καθώς και ο Θ. Φλογαΐτης.
Η προοδευτική αντίληψη αυτών των ανθρώπων νομίζω πως υπήρξε σημαντική και στην αντιμετώπιση του προβλήματος των φυλακισμένων, οι οποίοι βρίσκονταν τότε στις φυλακές του Παλαμηδιού και της πόλης: υπόδικοι – κατάδικοι (πολλοί βαρυποινίτες)· εξακόσιοι σύμφωνα με τον Καρολίδη, υπερχίλιοι κατά το Λαμπρυνίδη. Το πρόβλημα ήταν δύσκολο και απασχόλησε πολύ την ηγεσία της Επανάστασης. Τελικά, ύστερα από τη γνωμοδότηση ενός ειδικού συμβουλίου, άρχισε η κατά τμήματα αποφυλάκισή τους και η εθελοντική κατάταξη των ικανοτέρων στον επαναστατικό στρατό. Η διαγωγή τους σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης υπήρξε ανεπίληπτη, ορισμένοι δε έπεσαν πολεμώντας στο πεδίο της μάχης.[17]
Οι ηγέτες της Επανάστασης, προκειμένου να διατηρήσουν ακμαίο, υψηλό και αμείωτο το ηθικό φρόνημα των αγωνιζομένων και του λαού, έλαβαν αποφάσεις, για την πραγματοποίηση των οποίων η συμβολή του νομικού κόσμου ήταν σημαντική. Αποφάσισαν και κήδευσαν μεγαλόπρεπα τους νεκρούς του αγώνα: «η κηδεία του ανθυπασπιστού [Ιω.] Παγώνη εγένετο μεθ’ όλης της παρατάξεως αποδοθεισών αυτώ τιμών ανθυπολοχαγού· άπασα η πόλις συνώδευσε τον νεκρόν μέχρι του τάφου του. Ο Θ. Φλογαΐτης απήγγειλε επιτάφιον λόγον [...]».
Με τον ίδιο τρόπο κηδεύτηκαν και ο ανθυπασπιστής Ιππικού Περ. Φαγκρίδης (για τον οποίο εκφώνησε επικήδειο λόγο ο Π. Μαυρομιχάλης), ο ανθυπασπιστής Πυροβολικού Γεωργ. Σταύρου (για τον οποίο εκφώνησαν λόγους ο Π. Μαυρομιχάλης και ο Ηλ. Κρομμύδας) κ.ά.[18]
Παράλληλα, η Επαναστατική Επιτροπή οργανώνει τακτικά λαϊκές γιορτές και συγκεντρώσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων φλογεροί ρήτορες που προέρχονται κυρίως από τον νομικό κύκλο, αναρριπίζουν τον επαναστατικό ενθουσιασμό. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας συγκέντρωσης (που έγινε στις 21 Φεβρουαρίου) ο λαός προχώρησε σε μια εξαιρετικά συμβολική πράξη: «[...] έκαυσε την λαιμητόμον εν πομπή· δείξας το προς την θανατικήν ποινήν μίσος του, έπραξεν πράξιν αξίαν του ΙΘ΄ αιώνος. Ο δε ενθουσιώδης Π. Μαυρομιχάλης εξεφώνησε τον επόμενον λόγον [...]».[19] Πιστεύω πως στην υλοποίηση αυτής της ανθρωπιστικής σκέψης πρέπει να έπαιξε ρόλο και η παρουσία των δύο δικαστικών και των πολλών δικηγόρων που υπηρετούσαν στις τάξεις των αγωνιστών της Ναυπλιακής Επανάστασης.
Κοντά σ’ αυτά, οι ηγέτες της Επανάστασης ευνοούν την μεταξύ των πολεμιστών αναβίωση του παλαιού εθίμου της μπέσας. Στρατιώτες, υπαξιωματικοί και εθελοντές πολίτες δένονται μεταξύ τους με αμοιβαίους όρκους αδελφοσύνης και αφοσίωσης. Σε μια τέτοια τελετή αναφέρεται ο Συνταγματικός Έλλην: «Χθες [= 27 Φεβρουαρίου] την πρωίαν όλοι σχεδόν οι υπαξιωματικοί και πάμπολλοι πολίται συνεδέθησαν διά δεσμού αδελφότητος εκκλησιαστικής, αδελφοποιίας , ψαλείσης εν τω ναώ του Αγίου Γεωργίου. Κατόπιν επαιάνισεν η μουσική και πλήρεις ενθουσιασμού οι στρατιώται και οι πολίται έψαλαν άσματα εθνικά. Εις την τελετήν ταύτην παρήσαν και οι κ.κ. Γ. Α. Πετιμεζάς και Π. Μαυρομιχάλης [...]».[20]
Και φθάνουμε πλέον στην αποφράδα μέρα της 1ης Μαρτίου. Όπως είπαμε, οι δικηγόροι έχουν κλιμακωθεί αναλαμβάνοντας θέσεις από απλός μαχητής μέχρι μέλος της Κυβερνητικής Επιτροπής. «Ο εφέτης Πετιμεζάς», γράφει ο ανώνυμος Ναυπλιεύς, «μετά υπερβολικού ενθουσιασμού περιφερόμενος εις τα κανονοστάσια της πόλεως από πρωίας ενεθάρρυνε τους πολίτας και τους στρατιώτας, εκτελών ο ίδιος και διαφόρους υπηρεσίας, ως και οι δικηγόροι Γρ. Δημητριάδης, Κ. Αντωνόπουλος και Ιω. Παπαζαφειρόπουλος και ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, όστις ουδέποτε απ’ αρχής της Επαναστάσεως έπαυσεν ενθουσιάζων τον λαόν διά της ευγλώττου ρητορείας του [...]. Εις το εν Ακροναυπλία τοποθετημένον μέγα πολυβόλον Φειδιάς [...] υπηρέτει από πρωίας μετά μεγάλου ζήλου και ο δικηγόρος Ααρών άσιτος μετ’ άλλων πολιτών».[21] Όπως όμως γνωρίζουμε, οι επαναστάτες, αντιμετωπίζοντας μεγαλύτερες αριθμητικά και καλά οργανωμένες κυβερνητικές δυνάμεις, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να χάσουν όλα τα εκτός του Ναυπλίου προπύργιά τους.
Με το χτύπημα της 1ης Μαρτίου η Επανάσταση κλονίζεται. Δεν καταβάλλεται, βέβαια, γονατίζει όμως και από τη θέση αυτή συνεχίζει τον αγώνα επί ένα και πλέον μήνα. Οι επαναστάτες μάταια ελπίζουν ακόμη τον ξεσηκωμό και άλλων περιοχών. Στους κόλπους της ηγεσίας της επέρχεται μια σοβαρή διάσπαση σε δυο παρατάξεις: στους διαλλακτικούς και τους αδιάλλακτους. Η πρώτη είναι πολυπληθέστερη, έχει αρχηγό τον
![Προσωπογραφία Αρτέμη Μίχου. Αγνώστου, Λάδι σε μουσαμά, 96 x 70,5εκ. Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.]()
Προσωπογραφία Αρτέμη Μίχου. Αγνώστου, Λάδι σε μουσαμά, 96 x 70,5εκ.
Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
και είναι υπέρ της κατάπαυσης του εμφυλίου πολέμου, υπό τον όρο της παροχής γενικής αμνηστίας. Η δεύτερη είναι δυναμικότερη, έχει επικεφαλής τον υπολοχαγό Δημήτριο Θ. Γρίβα, τον οποίο ενισχύει με το κύρος του ο εφέτης Πετιμεζάς, και είναι υπέρ της συνέχισης του αγώνα.[22]
Αρχίζουν, λοιπόν, διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαλλακτικών και του αρχηγού του βασιλικού στρατού, στρατηγού Αμαδ. Χαν. Οι πρώτοι στέλνουν διαδοχικά στο δεύτερο τρεις επιτροπές, στις 2, 7 και 16 Μαρτίου. Στην πρώτη αποστολή μετέχει ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, στη δεύτερη και την τρίτη ο δικηγόρος Κωνστ. Φαρμακόπουλος· πρόκειται για τον γενναίο εκείνο άνδρα που, όταν κατάλαβε την ανειλικρίνεια του ξένου στρατηγού στο θέμα της χορήγησης γενικής αμνηστίας, του είπε ίσια και σταράτα: «Λοιπόν, στρατηγέ, έλθετε να κυριεύσητε ερείπια, ουχί πόλιν!».[23]
Ύστερα από αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων, οι δύο αντίθετες επαναστατικές παρατάξεις συμφιλιώνονται. Στην πολιορκημένη πόλη, που ζούσε την 44η μέρα του εμφύλιου πολέμου, η ατμόσφαιρα αλλάζει αμέσως. Πλήθος πολιτών, ακολουθώντας την παιανίζουσα στους δρόμους μπάντα της μουσικής, διαδηλώνει την πεποίθησή του να συνεχίσει τον αγώνα και οι δικηγόροι διοργανώνουν λαϊκές συγκεντρώσεις.[24]
Τα πράγματα όμως μέρα τη μέρα διαρκώς δυσκολεύουν όλο και περισσότερο, κυρίως για το πλήθος των πολιτών. Εξάλλου, με εξαίρεση τον ξεσηκωμό στις Κυκλάδες (28 Φεβρουαρίου – 1 Μαρτίου) και κάποιες περιορισμένες εξεγέρσεις, τ’ Ανάπλι μένει μόνο και αβοήθητο. Τελικά, σχεδόν όλοι οι ηγέτες υποχρεώθηκαν να δεχτούν την παύση των συγκρούσεων με τη χορήγηση αμνηστίας, εξαιρουμένων 19 προσώπων: δώδεκα αξιωματικών του στρατού και επτά πολιτών· οι πέντε από τους δεύτερους ήταν ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης και οι δικηγόροι Κ. Δ. Αντωνόπουλος, Γρ. Δημητριάδης, Ιω. Παπαζαφειρόπουλος, οι οποίοι αποφάσισαν να αυτοεξοριστούν. Την αυλαία στο ναυπλιακό δράμα έκλεισαν οι 300 περίπου αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και πολίτες (κυρίως νέοι), που αποφάσισαν να τους ακολουθήσουν στην εξορία.[25]
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ατομικά Σημειώματα Πληροφοριών για τη δράση αγωνιστών
δικαστών και δικηγόρων κατά τη Ναυπλιακή Επανάσταση
(1 Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862)
Ααρών
Για τον απλό δικηγόρο μαχητή Ααρών, που αναφέρεται έτσι, χωρίς να διευκρινίζεται αν πρόκειται για το όνομα ή το επώνυμό του, έχουμε τρεισήμισι μόλις γραμμές από τον Ανώνυμο Ναυπλιέα: Εις το εν Ακροναυπλία τοποθετημένον μέγα πυροβόλον, Φειδιάς καλούμενον και διευθυνόμενον από τον λοχίαν Πετρόπουλον υπηρέτει [την 1 Μαρτίου] από πρωΐας μετά μεγάλου ζήλου και ὁ δικηγόρος Ααρών άσιτος μετ’ άλλων πολιτών…
Ανώνυμος, Τα συμβάντα, σ. 41.
Κωνστ. Γ. Αντωνόπουλος.
Υπήρξε άνθρωπος του κύκλου της Κ. Παπαλεξοπούλου. Ανήκε στον πυρήνα των συνωμοτών επαναστατών του Ναυπλίου. Κινήθηκε δραστήρια τη νύχτα της 31/1 –1/2/1862. Τη δεύτερη μέρα της Επανάστασης, μετά την ορκωμοσία του στρατού και την ομιλία του αντισυνταγματάρχη Πάνου Κορωναίου, απάγγειλε στην Πλατεία του Πλατάνου «λόγον πλήρη ενθουσιασμού». Διατέλεσε μέλος της προσωρινής και, στη συνέχεια, της μόνιμης Κυβερνητικής Επιτροπής της Επανάστασης. Αυτός και δύο άλλα επαναστατικά στελέχη πηγαίνουν στην Τρίπολη, για να ξεσηκώσουν την Αρκαδία. Συγκροτεί «λόχον εκ Τριπολιτσιωτών» εθελοντών που πολέμησαν παλληκαρίσια. Τη δύσκολη μέρα της 1 Μαρτίου ενθουσιάζει τους πυροβολητές «εκτελών και ο ίδιος διαφόρους υπηρεσίας».
Η εν γένει πολιτεία του δικηγόρου Αντωνόπουλου φανερώνει ένα συνειδητό και δραστήριο επαναστάτη. Όπως ήταν φυσικό, εξαιρέθηκε από την αμνηστία που έδωσε ο Όθων. Προτίμησε τότε την αυτοεξορία και έζησε την πικρή ζωή του αυτοεξόριστου επαναστάτη. Γύρισε στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση (12/10/1862). Ο λαός της Μαντινείας τον εξέλεξε βουλευτή. Στη συνεδρίαση της Βουλής της 28 Ιανουαρίου 1863 έγινε λόγος για την Εθνική Εορτή. Ο Κ. Αντωνόπουλος υποστήριξε ″ότι η 25 Μαρτίου δεν ήτο η ημέρα της Επαναστάσεως και μολαταύτα αύτη καθιερώθη […]″. Η Εθνικὴ Συνέλευση συμφώνησε …». Η ημερομηνία όμως της εορτής παραμένει…
Ανώνυμος, Τα συμβάντα, σελ. 9-10, 11, 14, 15, 17, 19, 25, 28, 40, 43- 44, 62, 69, 72, 79, 83, 85. Ο Συνταγματικός Έλλην αριθ.1/ 1–2, 1/3, Παράρτημα 1, 2/ 1– 2, 2/ 3β΄, 3/1α΄, 3/2β, 4/1– 2, 4/4α, 12/4α. Γούναρης, Η ΝΕ, σ. 30, 40, 42/1, 43, 45, 54, 67, 76, 77, 102, 109, 121, 127. Κορδάτος, Ιστορία, τ. Δ΄, σ. 41, 48, 53, 64. ΦΕΚ 25/26-4-1862 (ΒΔ 17- 2-1862).
Γρηγόριος Δημητριάδης (1830-1888)
Ανήκει και αυτός στον κύκλο της Κυράς τ’ Αναπλιού και είναι ενταγμένος στον στενό πυρήνα των επαναστατών. Δείχνει ιδιαίτερη δραστηριότητα τη βραδιά της 31ης Ιανουαρίου προς 1η Φεβρουαρίου 1862. Υπηρετεί κυρίως ως μέλος της προσωρινής και, κατόπιν, της μόνιμης Κυβερνητικής Επιτροπής. Αγωνίζεται σθεναρά κατά την κρίσιμη μέρα της 1ης Μαρτίου. Κατά τη διάσπαση της ηγεσίας των επαναστατών πηγαίνει με το μέρος των διαλλακτικών. Εξαιρείται από την αμνηστία και αυτοεξορίζεται. Μετά τη μεταπολίτευση επιστρέφει, πολιτεύεται και εκλέγεται επανειλημμένως βουλευτής Ναυπλίου και το 1888 δήμαρχος.
Ανώνυμος, ό.π., σ. 9, 11, 25, 40, 44, 62, 69, 72, 74, 78, 84, 85. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 1, σ. 2, 3, 4, στ. β΄, Παράρτημα 1, αρ. φύλλου 2, σ. 1-2, αρ. φύλλου 3, σ. 1, στ. α΄, σ. 2, στ. β΄, αρ. φύλλου 4, σ. 1-2, αρ. φύλλου 10, σ. 1-2, αρ. φύλλου 12, σ. 4, στ. α΄. Γούναρης, ό.π., σ. 30, 40, 42/1, 43, 67, 70, 76, 77, 102, 107, 127. Φ.Ε.Κ. 25/26.4.1862 (Β.Δ. 17.2.1862).
Κωνσταντίνος Δ. Ευθυμιόπουλος (1828-1885)
Ο Αναπλιώτης δικηγόρος Κ. Ευθυμιόπουλος είναι ένας κοσμοαγάπητος άνθρωπος. Κατά την Επανάσταση διορίζεται δημοτικός αστυνόμος Ναυπλίου. Επιτελεί το έργο του κατά τρόπο υποδειγματικό. Τον βοηθούν σε αυτό η Εθνοφυλακή του Σπ. Ζαβιτσιάνου και η Πολιτοφυλακή του λοχαγού Κ. Λώρη· «ουδέποτε δε το Ναύπλιον ενθυμείται νύκτας ησυχωτέρας», γράφει ο Ανώνυμος.
Όταν ξεσπά η διαμάχη ανάμεσα σε διαλλακτικούς και σε αδιάλλακτους επαναστάτες, ο Ευθυμιόπουλος τάσσεται με τους δεύτερους. Ο Ζυμβρακάκης τον καθαιρεί, αλλά αναγκάζεται να τον αποκαταστήσει κατ’ απαίτηση του Δ. Γρίβα. Άγνωστο γιατί, αμνηστεύεται.
Μετά την έξωση του Όθωνα, τη 13η Οκτωβρίου «[...] ο όχλος θρασυνθείς», γράφει ο Λαμπρυνίδης στη Ναυπλία, «κατέλυσε τον Δήμαρχον Γ. Ι. Ιατρού, αντ’ αυτού δε ανεκήρυξε τοιούτον διά βοής τον Δικηγόρον Κ. Ευθυμιόπουλον». Ο ίδιος «όχλος» στη συνέχεια τον ανέδειξε βουλευτή πολλές φορές. Υπήρξε ιδρυτής και αρχηγός του λαϊκού κόμματος των «Αρειμανίων». Το φτωχόπαιδο, που –όπως γράφει ο Δημόπουλος– «εσπούδασεν εν στερήσεσιν [...] ανηγορεύθη διδάκτωρ Νομικής τω 1856» και έγινε για μία περίπου εικοσαετία ο ισχυρότερος πολιτικός άνδρας του Ναυπλίου. Όταν πέθανε (1885) η κηδεία του έγινε «δημοσία δαπάνη», με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Θ. Δηλιγιάννη.
Το ήθος του ανθρώπου φανερώνει και το ακόλουθο γεγονός που ιστορεί ο Δημόπουλος. Την 1.2.1864 αρχίζει στο Κοινοβούλιο συζήτηση για την αποζημίωση των καταστροφών που έγιναν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης στο Ναύπλιο, την Πρόνοια και τα γύρω χωριά:
Μετά τον Αρ. Μίχου, ωμίλησαν οι πληρεξούσιοι Ναυπλίου Κ. Ευθυμιόπουλος και Γρ. Δημητριάδης, αναπτύξαντες διά μακρών τα όσα δεινά υπέστησαν οι Ναυπλιείς και τας υλικάς καταστροφάς της πόλεως και των περιχώρων. Μετά τας αγορεύσεις ταύτας ωμίλησεν ο πληρεξούσιος Ροντήρης, αντικρούσας τους Ναυπλιείς πληρεξουσίους και ειπών ότι δεν είναι δυνατόν να εγκριθώσιν αποζημιώσεις εις τους «αντάρτας του Ναυπλίου διά το ανταρτικόν των κίνημα» [...].
Δεν παρήλθε πολύς καιρός και ο πληρεξούσιος Ροντήρης διορίζεται νομάρχης Αργολίδος και Κορινθίας και έρχεται εις Ναύπλιον. Άμα όμως απεβιβάσθη εις την παραλίαν, ευρέθη προ αποσπάσματος της Εθνοφυλακής, του οποίου ο επικεφαλής –τη εισηγήσει του δημάρχου Ευθυμιοπούλου– διατάσσει τον Ροντήρην ν’ απέλθη εκ Ναυπλίου, διότι δεν τον δέχεται η Εθνοφυλακή! Ο Νομάρχης, εκπλαγείς, ζητεί τον δήμαρχον, όστις σπεύδει εκεί και γίνεται ο εξής αξιομνημόνευτος διάλογος:
― Διατί, κ. Ευθυμιόπουλε, δεν μοι έλεγες εν Αθήναις ότι δεν θα με εδέχοντο εδώ, να μην έλθω;
― Διότι δεν επίστευον, κ. Ροντήρη, ότι, λαόν, ον εξύβρισες ως λησταντάρτην, θα είχες την αξίωσιν και να τον διοικήσης!
― Ηγόρευσα εν τη Συνελεύσει κατά του Ναυπλίου –υπέλαβεν ο νομάρχης– αλλ’ ήδη θα φροντίσω ν’ αποζημιωθώσιν οι Ναυπλιείς.
― Οι Ναυπλιείς –απεκρίθη υπερήφανος ο Ευθυμιόπουλος– έχουν ανάγκην της υπολήψεώς των και όχι των χρημάτων των!
Ο λαός επευφήμησεν εις τους υψηλούς λόγους του δημάρχου του και ο νομάρχης απήλθε παραχρήμα του Ναυπλίου υπό την προστάτιδα συνοδείαν του Ευθυμιοπούλου, όστις επέβαλε νεκρικήν σιγήν εις τον παριστάμενον πολυπληθή λαόν και επεβίβασε τον νομάρχην εις το αυτό ατμόπλοιον.
Ανώνυμος, ό.π., σ. 15, 50. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 18, σ. 4, στ. α΄. Γούναρης, ό.π., σ. 43, 124. Δημόπουλος, ό.π., σ. 134, 211-213, 220-221, 228-231, 268-270.
Πέτρος Αν. Μαυρομιχάλης (1828-1892)
Γιος του μπεηζαδέ Αναστασίου και εγγονός του Πετρόμπεη. Κάνει σπουδές Νομικής στην Αθήνα και το Παρίσι. Μπαίνει στον δικαστικό κλάδο και κατά την εποχή αυτή υπηρετεί στο Ναύπλιο ως πρωτοδίκης. Ανήκει και αυτός στ πολιτικό κύκλο της Κ. Παπαλεξοπούλου. Θεωρείται από τους ηγέτες της Επανάστασης και έχει να παρουσιάσει μεγάλη δράση κατά τη διάρκειά της. Είναι από τα πρόσωπα που αποφασίζουν –λόγω εκτάκτου γεγονότος– την έκρηξη της Επανάστασης το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου προς 1η Φεβρουαρίου αντί για το βράδυ της 3ης προς 4η Φεβρουαρίου 1862, όπως είχε πανελληνίως συμφωνηθεί. Διατελεί μέλος της προσωρινής και κατόπιν της μόνιμης Κυβερνητικής Επιτροπής. Ενθαρρύνει την μεταξύ των αγωνιστών διάδοση του εθίμου της «μπέσας» (αδελφοποιίας). Ο αρχιεπαναστάτης αυτός θεωρείται και λαμπρός ρήτορας. Σώζονται οι επικήδειοι λόγοι του για τους πεσόντες ανθυπασπιστές Π. Φαγκρίδη και Γ. Σταύρου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο λόγος που εκφώνησε πριν από την καύση της απαίσιας λαιμητόμου: «[...] ουδέποτε από της αρχής της επαναστάσεως», γράφει ο Ανώνυμος, «έπαυσεν ενθουσιάζων τον λαόν διά της ευγλώττου ρητορικής του, καταρώμενος τους συγγενείς του εκείνους, οίτινες, αν και σύμφωνοι πρότερον μετ’ αυτού, εις την συνομωσίαν, έλαβον τα όπλα κατά της επαναστάσεως».
Ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης συμμετέχει ενεργά στην κρίσιμη σύγκρουση της 1ης Μαρτίου. Κατά τη διάσπαση των επαναστατών στις 2 Μαρτίου συντάσσεται με τους διαλλακτικούς. Είναι μέλος της Επιτροπής που μεταφέρει το αιτητικό περί χορηγήσεως γενικής αμνηστίας έγγραφο στον αρχηγό του βασιλικού στρατού Αμαδ. Χαν. Εξαιρείται από την αμνηστία και απολύεται από τη θέση του. Αυτοεξορίζεται με άλλους τριακόσιους περίπου επαναστάτες. Φθάνει στη Σμύρνη. Εκεί νυμφεύεται τη θυγατέρα του πλουσιότατου Σμυρναίου ιατροφιλόσοφου Γαληνού Κλάδου.
Μετά την οκτωβριανή Επανάσταση και την έξωση του Όθωνα, επιστρέφει στην Ελλάδα και πολιτεύεται. Εκλέγεται επανειλημμένως βουλευτής και γίνεται υπουργός επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως.
Ανώνυμος, ό.π., σ. 9, 10, 11, 19, 25, 28, 39, 40, 43-44, 44, 54, 62, 69, 72, 74, 79, 84, 85, 91-93, 93-94. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 1, σ. 2, 3, στ. β΄, σ. 4, Παράρτημα 1, αρ. φύλλου 2, σ. 1-2, αρ. φύλλου 3, σ. 1, στ. α΄, σ. 2, στ. β΄, αρ. φύλλου 4, σ. 1-2, σ. 4, στ. α΄, αρ. φύλλου 10, σ. 3, στ. β΄, αρ. φύλλου 11, σ. 4, αρ. φύλλου 12, σ. 3, σ. 4, στ. α΄, αρ. φύλλου 15, σ. 2, στ. β΄, αρ. φύλλου 17, σ. 2-3. Γούναρης, ό.π., σ. 29-30, 37, 40, 43, 45, 67, 76, 77, 77-78, 90, 102, 107, 121, 128. Φ.Ε.Κ. 25/26.4.1862 (Β.Δ. 17.2.1862).
Ιωάννης Παπαζαφειρόπουλος (1829-1879)
Κάνει νομικές σπουδές στην Αθήνα και τη Λιψία και δικηγορεί στ’ Ανάπλι. Σφόδρα αντιδυναστικός. Συχνάζει και αυτός στο πολιτικό σαλόνι της Κ. Παπαλεξοπούλου. Είναι από τα πρόσωπα που αποφάσισαν για την επιλογή της μέρας της έκρηξης της Ναυπλιακής Επανάστασης. Γίνεται μέλος της προσωρινής και κατόπιν της μόνιμης Κυβερνητικής Επιτροπής. Αποστέλλεται με τον εφέτη Πετιμεζά και το συνάδελφό του δικηγόρο Αντωνόπουλο στην Τρι πολιτσά, για να ξεσηκώσουν την Αρκαδία. Μαζί με δύο δικαστές και δύο συναδέλφους του συμμετέχει στις αποφασιστικές συγκρούσεις της 1ης Μαρτίου. Κατά τη διάσπαση των επαναστατών σε διαλλακτικούς και αδιάλλακτους, συντάσσεται με τους πρώτους. Θεωρεί μάταιο τον περαιτέρω αγώνα και το χύσιμο του αδελφικού αίματος. Εξαιρείται από την αμνηστία και απολύεται από τη θέση του (ως δικηγόρος και β΄ πάρεδρος του Πρωτοδικείου Ναυπλίου). Αυτοεξορίζεται και ζει μέχρι την έξωση του Όθωνα (10.10.1862) τη δύσκολη ζωή του πολιτικού πρόσφυγα. Επανέρχεται τότε στην Ελλάδα, πολιτεύεται, εκλέγεται βουλευτής και γίνεται υπουργός Δικαιοσύνης.
Ανώνυμος, ό.π., σ. 9, 11, 14, 17, 19, 20, 25, 28, 40, 43-44, 54, 62, 64, 69, 72, 79, 84, 85. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 1, σ. 2, σ. 3, στ. α΄-β΄, Παράρτημα 1, αρ. φύλλου 2, σ. 1-2, αρ. φύλλου 3, σ. 1, στ. α΄, σ. 2, στ. β΄, αρ. φύλλου 4, σ. 1-2, αρ. φύλλου 12, σ. 4, στ. α΄. Γούναρης, ό.π., σ. 30, 39-40, 42-43, 50, 67, 76, 77, 102, 103,109, 121, 127. Φ.Ε.Κ. 25/26.4.1862 (Β.Δ. 6.2.1862) και Φ.Ε.Κ. 35/4.7.1862 (Β.Δ. 12.5.1862).
Γεώργιος Αν. Πετιμεζάς (1816-1884)
![Γεώργιος Πετιμεζάς]()
Γεώργιος Πετιμεζάς
Ο Καλαβρυτινός εφέτης Γ. Πετιμεζάς ήταν γόνος της ιστορικής γενιάς των Πετιμεζάδων, οι οποίοι μετανάστευσαν από την Ήπειρο στην Πελοπόννησο. Σπούδασε νομικά στο Μόναχο. Υπηρετούσε ως εφέτης στο Ναύπλιο. Ψυχωμένος επαναστάτης, είχε πολιτικές σχέσεις με την Κ. Παπαλεξοπούλου και τον κύκλο της. Στο σπίτι του λήφθηκε η απόφαση για την επίσπευση της Επανάστασης κατά τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου προς 1η Φεβρουαρίου λόγω τυχαίου περιστατικού που υποψίασε τις αρχές της πόλης. Πολύ μεγάλη ήταν η δραστηριότητά του για τη στερέωση και την εξάπλωση της Επανάστασης, ιδιαίτερα κατά τις πρώτες μέρες της. Η εξουσία βρισκόταν στα χέρια των πολιτικών και ο Πετιμεζάς ήταν εκλεκτό μέλος της, άτυπος, θα λέγαμε, Πρόεδρος της Κυβερνητικής Επιτροπής, της προσωρινής, και κατόπιν της μόνιμης. Με δύο δικηγόρους και ένα μικρό τμήμα Ιππικού πήγε στην Τριπολιτσά, για να ξεσηκώσει τους Αρκάδες. Συγκρότησε «λόχον εκ Καλαβρυτινών εθελοντών», από αυτούς που κατοικούσαν τότε στη Ναυπλία. Συναποφασίζει με την Κυβερνητική Επιτροπή και τη στρατιωτική ηγεσία τη σύνταξη της Έκθεσης προς τις Προστάτιδες Μεγάλες Δυνάμεις. Στη φοβερή σύγκρουση της 1ης Μαρτίου «Ο εφέτης Πετιμεζάς», γράφει ο Ανώνυμος, «μετά υπερβολικού ενθουσιασμού περιφερόμενος εις τα κανονοστάσια της πόλεως από πρωίας ενεθάρρυνε τους πολίτας και στρατιώτας, εκτελών ο ίδιος διαφόρους υπηρεσίας, ως και οι δικηγόροι Γ. Δημητριάδης, Κ. Αντωνόπουλος και Ιω. Παπαζαφειρόπουλος [...]».
Κατά τη διάσπαση των επαναστατών σε διαλλακτικούς και αδιάλλακτους, τάσσεται με το μέρος των δεύτερων. «Εις την επαύξησιν της επιρροής του [αρχηγού των αδιάλλακτων] Γρίβα συνετέλει τα μέγιστα διά των πολλών σχέσεών του ο εφέτης Πετιμεζάς, απολαμβάνων μεγάλης δημοτικότητος παρά τω λαώ και τω στρατώ», γράφει πάλι γι’ αυτόν ο Ανώνυμος.
Όπως ήταν επόμενο, το οθωνικό «σύστημα» τον εξαιρεί από τη γενική αμνηστία και τον απολύει από τη θέση του. Παίρνει με αξιοπρέπεια το δρόμο της ξενιτειάς μαζί με 18 μη αμνηστευόμενους στρατιωτικούς και πολιτικούς και με ένα πλήθος αυτοεξορισθέντων αγωνιστών (300 περίπου), από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν νέοι. Η εξορία του κράτησε έξι περίπου μήνες. Επαναπατρίστηκε μετά την έξωση του Όθωνα. Ορίστηκε αρχηγός της αρτισύστατης τότε Εθνοφυλακής, χωρίς να το έχει επιδιώξει. Κατόπιν εκλέχτηκε βουλευτής και χρημάτισε υπουργός επί των Εσωτερικών.
Ανώνυμος, ό.π., σ. 9, 10, 11, 17, 19, 22, 25, 28, 40, 43-44, 44, 45, 54, 62, 69, 72, 79, 84, 85. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 1, σ. 1-2, σ. 3, στ. β΄, Παράρτημα 1, αρ. φύλλου 2, σ. 1-2, αρ. φύλλου 3, σ. 1, στ. α΄, σ. 2, στ. β΄, αρ. φύλλου 4, σ. 1-2, σ. 4, στ. α΄, αρ. φύλλου 12, σ. 4, στ. α΄, αρ. φύλλου 15, σ. 2, στ. β΄, αρ. φύλλου 18, σ. 4. Γούναρης, ό.π., σ. 29, 37, 39-40, 43, 65, 67, 76, 76-77, 85, 89-90, 102, 108, 109, 116, 121, 125. Φ.Ε.Κ. 25/26.4.1862 (Β.Δ. 17.2.1862).
Κωνσταντίνος Πετσάλης
Ο δικηγόρος Κ. Πετσάλης (και ο μεγαλύτερος αδελφός του Αθανάσιος[26] που δικηγορούσε στην Αθήνα) ήσαν από τους ένθερμους αγωνιστές που αντιμάχονταν το «σύστημα». Στο Ναύπλιο σύχναζε και αυτός στο πολιτικό σαλόνι της μεγάλης Κυράς, όπως έλεγαν την Κ. Παπαλεξοπούλου.
Τη βραδιά που ξέσπασε η Επανάσταση, ο Πετσάλης ήταν από τους πρώτους που έφτασαν στην Πλατεία Πλατάνου, όπου είχε παραταχθεί ο στρατός. Ο λαός συγκεντρώθηκε γύρω του και του ζητούσε να μιλήσει. Ανέβηκε σε ένα πρόχειρα στημένο βήμα και από εκεί, ανεμίζοντας μια κόκκινη σημαία, μέσα στις επευφημίες του συγκεντρωμένου λαού και του στρατού, κήρυξε επίσημα την Επανάσταση και ανέπτυξε εύγλωττα τους σκοπούς της. Στη συνέχεια, με πρόταση πολλών πολιτών, εκλέγεται μέλος της δεκαμελούς «επί της ασφαλείας Επιτροπής». Είναι ένας από τους κύριους συντάκτες της Έκθεσης «Προς τας τρεις Προστάτιδας της Ελλάδος Δυνάμεις». Κατά τη διάσπαση των επαναστατών, στις 2 Μαρτίου, σε διαλλακτικούς και αδιάλλακτους είναι με το μέρος των πρώτων. Αμνηστεύεται, αλλά η κυβέρνηση τον απολύει από τη θέση του δικηγόρου και προχωρεί σε κατάσχεση πολλών κτημάτων της οικογένειάς του. Αποκαθίσταται μετά την έξωση του Όθωνα και πολιτεύεται με επιτυχία.
Ανώνυμος, ό.π., σ. 14, 25, 28, 43, 44, 54, 72, 74, 80-84, 85. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 1, σ. 3, στ. β΄, σ. 4, στ. α΄, σ. 4, στ. α΄-β΄, Παράρτημα 1, αρ. φύλλου 2, σ. 1-2, αρ. φύλλου 3, σ. 2, στ. β΄. Γούναρης, ό.π., σ. 30, 42-43, 66-67, 75-76, 89, 102, 121. Φ.Ε.Κ. 25/26.4.1862 (Β.Δ. 17.2.1862).
Γεώργιος Δ. Ποσειδών
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, από την πρώτη μέρα, με τη συγκρότηση της προσωρινής Κυβερνητικής Επιτροπής, ορίστηκε ως «Γενικός Γραμματεύς» της ο δικαστικός υπάλληλος Δημ. Καλιοντζής. Φαίνεται όμως ότι οι επαναστάτες, θέλοντας να «αναβαθμίσουν» τη θέση, τοποθέτησαν σε αυτήν στις 2 Φεβρουαρίου το δικηγόρο Γ. Δ. Ποσειδώνα. «Ο δικηγόρος Ποσειδών», γράφει ο Ανώνυμος, «νέος εμπνεόμενος υπό υγιών πατριωτικών αισθημάτων διορίζεται Γενικός Γραμματεύς της διοικητικής Επιτροπής». Για τον νεαρό αυτό επαναστάτη έχουμε μία ακόμη μαρτυρία από την εφημερίδα των επαναστατών, τον Συνταγματικό Έλληνα: «Σήμερον δημοσιεύομεν», γράφει ο Θ. Φλογαΐτης, «τον επί του τάφου του [...] αποθανόντος [ανθυπασπιστή του Ιππικού] Περ. Φαγκρίδη ενθουσιώδη λόγον του κ. Πέτρου Μαυρομιχάλη, επιφυλαττόμενοι να δημοσιεύσωμεν ακολούθως τον επίσης ωραίον επικήδειον λόγον του κ. Γ. Ποσειδώνος». Ο Γ. Ποσειδών, με Βασιλικό Διάταγμα της 17.2.1862, που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. 23/26-4-1862 απολύθηκε από τη θέση του.
Ανώνυμος, ό.π., σ. 14-15, 69. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 1, σ. 3, στ. β΄ κ.εξ. Δημόπουλος, ό.π., σ. 138, 135. Φ.Ε.Κ. 25/26.4.1862 (Β.Δ. 17.2.1862).
Γεώργιος Στεφόπουλος
Για το δικηγόρο αυτό έχουμε μία μόνο πληροφορία, ότι υπήρξε ένας από τους τρεις δικηγόρους που συνέταξαν την Έκθεση «Προς τους εξοχωτάτους Κυρίους πρέσβεις των τριών Μεγάλων Ευεργετίδων της Ελλάδος Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσσίας», για την οποία έχει ήδη γίνει αναφορά προηγουμένως.
«Προς αποφυγήν», γράφει ο Ανώνυμος, «ενδεχομένων παρεξηγήσεων [...], ο αρχηγός εν συμβουλίω, εις το οποίον παρευρέθησαν και τα μέλη της Διοικητικής Επιτροπής και διάφοροι αξιωματικοί, προτείνει να συνταχθή έκθεσις προς τους πρέσβεις των τριών Ευεργετίδων Μεγάλων Δυνάμεων, εις ην να καταδεικνύηται ο σκοπός της επαναστάσεως και αι προκαλέσασαι αυτήν αιτίαι, καθ’ όσον –είπεν– δεν πρέπει να αμφιβάλλωμεν ότι εκείνοι, κατά των οποίων το κίνημά μας αποτείνεται, θέλουν δυσφημίσει δι’ όλων των μέσων την επανάστασιν και δώσει αυτή χαρακτήρα άλλον παρά τον αληθή. Μετά τινα συζήτησιν περί των βάσεων της εκθέσεως ταύτης, απεφασίσθη η σύνταξις αυτής, ανατεθέντος του έργου τούτου εις τους δικηγόρους Γ. Στεφόπουλον, Κ. Φαρμακόπουλον, Κ. Πετσάλην και άλλα πρόσωπα [...]».
Ανώνυμος, ό.π., σ. 25, 80-84. Γούναρης, ό.π., σ. 66-68. Δημόπουλος, ό.π., σ. 148-149.
Κωνσταντίνος Φαρμακόπουλος (1799-1899)
Ο Κ. Φαρμακόπουλος είναι ένας από τους τρεις έγκριτους δικηγόρους του Ναυπλίου, οι οποίοι συνέταξαν και συνυπέγραψαν στις 6.8.1862 την Έκθεση «Προς τους εξοχωτάτους Κυρίους πρέσβεις των τριών Μεγάλων Ευεργετίδων της Ελλάδος Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσσίας». Υπήρξε μέλος της δεύτερης και της τρίτης Επιτροπής, την οποία οι διαλλακτικοί επαναστάτες έστειλαν στον αρχηγό του πολιορκητικού στρατού Αμαδ. Χαν, στις 7 και 16 Μαρτίου, με γραπτή εντολή να διαπραγματευτούν την παράδοση της πόλης και των φρουρίων της υπό τον όρο της παροχής γενικής αμνηστίας «διά τε το Ναύπλιον και δι’ όσα άλλα μέρη [...] εξετέθησαν οπωσδήποτε [...]». Κατά τη δεύτερη συνάντηση ο στρατηγός Χαν «[...] εβεβαίωσε την Επιτροπήν επί τω λόγω της στρατιωτικής του τιμής ότι η αμνηστεία υπάρχει πλήρης και γενική [...]. Τα αυτά επανέλαβε και ο Αντιστράτηγος και ο Νομάρχης». Στην τρίτη, και τελευταία, συνάντηση οι επαναστατικοί αντιπρόσωποι άκουσαν το Χαν να τους λέει και να επαναλαμβάνει πως «αμνηστεία δεν υπάρχει, διότι το Υπουργείον δεν ενδίδει». Τότε ο Φαρμακόπουλος, αηδιασμένος από την ανέντιμη συμπεριφορά του ξένου στρατηγού και από την εμπαθή αδιαλλαξία της κυβέρνησης, του δήλωσε το εξής: «Λοιπόν, στρατηγέ, έλθετε να κυριεύσητε ερείπια και ουχί πόλιν!».
Ο Κ. Φαρμακόπουλος, διδάκτορας της Νομικής, είναι από τους ιδρυτές του Δικηγορικού Συλλόγου Ναυπλίου (1884) και δεύτερος πρόεδρός του (1886-1895). Πολιτεύτηκε και εκλέχτηκε βουλευτής Ναυπλίας.
Ανώνυμος, ό.π., σ. 25, 45-47, 50-51, 80-84. Γούναρης, ό.π., σ. 66-68, 94, 99. Δημόπουλος, ό.π., σ. 148-149, 165-167, 252-253, 268.
Θεόδωρος Νικολ. Φλογαΐτης (1840-1905)
![Φλογαΐτης Θεόδωρος]()
Φλογαΐτης Θεόδωρος
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο, όπου έκανε τις στοιχειώδεις και γυμνασιακές του σπουδές. Κατά το βιογράφο του σε ηλικία δεκαπέντε ετών γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1860 άρχισε να αρθρογραφεί σε αθηναϊκές εφημερίδες ασκώντας αντικυβερνητική πολιτική· για το λόγο αυτό οι οθωνικές αρχές τον είχαν εκτοπίσει στη γενέτειρά του. Ήταν είκοσι δύο ετών όταν ξέσπασε η Ναυπλιακή Επανάσταση. Εντάχθηκε αμέσως στις δυ νάμεις της και πρόσφερε αξιόλογες υπηρεσίες. Από την πρώτη ακόμη μέρα της Επανάστασης, η προσωρινή Κυβερνητική Επιτροπή του αναθέτει «την σύνταξιν και έκδοσιν της Εφημερίδος Ο Συνταγματικός Έλλην – Εφημερίς των αρχών της Πρώτης Φεβρουαρίου». Ενδεχομένως σε αυτό το έντυπο συνεργαζόταν με την Κ. Παπαλεξοπούλου. Ο νεαρός τότε επαναστάτης δημοσιογράφος αγωνιζόταν με την πένα του να κρατήσει ακμαίο το φρόνημα λαού και του στρατού. Γι’ αυτό το σκοπό χρησιμοποιούσε και το χάρισμα της ρητορικής. Για παράδειγμα, στην παλλαϊκής συμμετοχής κηδεία του ανθυπολοχαγού Ιω. Παγώνη εκφώνησε έναν εμπνευσμένο επικήδειο. Ο Π. Μαυρομιχάλης και ο Θ. Φλογαΐτης ήσαν οι δημεγέρτες ρήτορες της Ναυπλιακής Επανάστασης.
Παράλληλα με τα παραπάνω, ο νεαρός Φλογαΐτης έχει να επιδείξει ακόμη ένα απλό μεν αλλά τιμητικό έργο: ζητεί και εντάσσεται ως απλός στρατιώτης στο λόχο του Πυροβολικού, στον οποίο υπηρετούσε επίσης ως εθελοντής και ο μοναδικός γιος της Κ. Παπαλεξοπούλου, ο Επαμεινώνδας.
Δεν γνωρίζουμε τι έπραξε ο Θ. Φλογαΐτης μετά την καταστολή της Ναυπλιακής Επανάστασης. Πήρε όμως το πτυχίο της Νομικής, έγινε διδάκτορας και κατόπιν υφηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, έγραψε με επιτυχία πολλά σχετικά έργα, αλλά αρνήθηκε την έδρα του καθηγητή του Διοικητικού Δικαίου για χάρη της δημοσιογραφίας, την οποία εξάσκησε με γνώση, μαχητικότητα και εντιμότητα. Πολιτεύτηκε και εκλέχτηκε δύο φορές βουλευτής.
Ανώνυμος, ό.π., σ. 28, 89-90. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 6, σ. 2-3, αρ. φύλλου 12, σ. 4, στ. α΄. Γούναρης, ό.π., 45/9, 77/4, 78/2. Κούλα Ξηραδάκη, Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου 1809-1898: Η γυναίκα που κλόνισε το θρόνο του Όθωνα, εκδ. Φιλιππότη, γ΄ έκδοση, Αθήνα 1998, σ. 210-212. Χαράλαμπος Χ. Κύρκος, Θεόδωρος Φλογαΐτης. Ένας ανυποχώρητος μαχητής της συνταγματικής νομιμότητας, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2009.
Γούναρης Αναστάσιος
Φιλόλογος – Ιστορικός – Συγγραφέας
Ναυπλιακά Ανάλεκτα VIΙI, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, «150 Χρόνια Ναυπλιακή Επανάσταση» Ναύπλιο, 2013.
Υποσημειώσεις
[1] Φαυλοκρατία. Για την ακριβή έννοια του όρου βλ. Αναστ. Γούναρης, Η Ναυπλιακή Επανάσταση (1 Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862). Ιστορική μελέτη, β΄ έκδοση, Δήμος Ναυπλιέων – ΔΗ.Κ.Ε.Ν., Ναύπλιο 2010, σ. 19/4.
[2] Δηλαδή της εθνικής ολοκλήρωσης, της δημιουργίας Εθνοφυλακής, της διαδοχής του Όθωνα, της αποκατάστασης των ακτημόνων αγροτών, της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους κ.ά.
[3] Το Βασίλειο της Ελλάδος επί Όθωνα είχε έκταση 47.516 τ.χλμ. και (κατά την απογραφή του 1861) 1.086.810 κατοίκους.
[4] Π.χ. στον κύκλο της πολυθρύλητης Καλλιόπης Σπ. Παπαλεξοπούλου αναφέρονται δύο δικαστικοί και τέσσερεις τουλάχιστον δικηγόροι. Επαναστάτες, οι οποίοι ασκούσαν άλλα επιστημονικά επαγγέλματα, ήσαν οι εξής: οι γιατροί Σταματόπουλος, Ν. Μαράτος και Λ. Σακελλαριάδης, ο φαρμακοποιός Σπ. Ζαβιτσιάνος και ο διδάσκαλος της Πρόνοιας Εμμανουήλ Παπαδάκης. Πιστεύω πως η έρευνα θα φέρει στο φως και άλλους πολλούς.
[5] Επαμ. Κυριακίδης, Ιστορία του συγχρόνου Ελληνισμού, από της ιδρύσεως του Βασιλείου της Ελλάδος μέχρι των ημερών μας (1832-1892), τ. Β΄, εν Αθήναις 1892, σ. 112 και Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. Δ΄ (1860-1901), Εκδόσεις «20ός αιώνας», Αθήνα 1958, σ. 42.
[6] Εορτή των Αποβατηρίων του Όθωνα (25.1.1833).
[7] Κυριακίδης, ό.π., σ. 115 και Κορδάτος, ό.π., σ. 42.
[8] Κυριακίδης, ό.π., σ. 117 και Κορδάτος, ό.π., σ. 44.
[9] Κανονικά ιδρύθηκε το Μάρτη του 1884, με πρώτο πρόεδρο τον αντιφρονούντα (στη Ναυπλιακή Επανάσταση) Υπάτιο Αυγερινό και δεύτερο τον επαναστάτη Κ. Φαρμακόπουλο. Βλ. Θεοδόσιος Σπ. Δημόπουλος, Ιστορία του Ναυπλίου. Ιστορία της πόλεως του Ναυπλίου από των μυθικών χρόνων μέχρι σήμερον – 1500 π.Χ. μέχρι 1948 μ.Χ., εισαγωγή-επιμέλεια Γιώργος Ρούβαλης, τ. Β΄, έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων, Ναύπλιο 2010, σ. 253, 268.
[10] Μάλλον πρόκειται για τον Ιερώνυμο Ναπολέοντα Βοναπάρτη.
[11] Ανώνυμος, Τα συμβάντα της Ναυπλιακής Επαναστάσεως της πρώτης Φεβρουαρίου, υφ’ ενός Ναυπλιέως, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Κ. Αντωνιάδου, 1862, σ. 5 και Μιχαήλ Γ. Λαμπρυνίδης, Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς. Ιστορική μελέτη, β΄ έκδοση, τύποις Κλεισιούνη, Αθήναι 1950, σ. 396. Την εποχή εκείνη πολλά συμπόσια αυτού του είδους οργανώνονταν στην Αθήνα και σε πόλεις της επαρχίας.
[12] Γούναρης, ό.π., σ. 35-37.
[13] Στο ίδιο, σ. 39 κ.εξ.
[14] Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 4, σ. 4, στ. α΄.
[15] Ανώνυμος, ό.π., σ. 17, 18-20, 22.
[16] Στο ίδιο, σ. 25, 80-84. Γούναρης, ό.π., σ. 66-68.
[17] Ανώνυμος, ό.π., σ. 18. Γούναρης, ό.π., σ. 46-47, 88, 94.
[18] Ανώνυμος, ό.π., σ. 28, 39, 89-94. Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 6, σ. 2-3, αρ. φύλλου 10, σ. 3, στ. β΄, αρ. φύλλου 11, σ. 4, αρ. φύλλου 17, σ. 2, στ. β΄. Ο Συνταγματικός Έλλην γράφει (αρ. φύλλου 14, σ. 4, στ. β΄) ότι τους νεκρούς μαχητές ενταφίαζαν σε ιδιαίτερο τόπο, «εις την θέσιν της Ακροναυπλίας Παναγίτσα, ένθαεσχηματίσθη από της 8 Φε.[βρουαρίου] ε.έ. η συνοικία των φιλελευθέρων [...]».
[19] Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 12, σ. 3. Γούναρης ό.π., σ. 77-78. Το 1866 η Ελληνική Πολιτεία κατασκεύασε στο Οπλοστάσιο του Ναυπλίου νέα λαιμητόμο και το 1890 όρισε μόνιμο τόπο εκτέλεσης των θανατοποινιτών το Παλαμήδι· βλ. Δημόπουλος, ό.π., τ. Β΄, σ. 298-299.
[20] Ο Συνταγματικός Έλλην, αρ. φύλλου 15, σ. 2, στ. β΄. Ανώνυμος, ό.π., σ. 28, 32, 45. Τελικά το έθιμο είχε αρνητικές συνέπειες, γιατί καθένας ήθελε να βρίσκεται και να πολεμά δίπλα στον αδελφοποιητό του.
[21] Ανώνυμος, ό.π., σ. 40-41.
[23] Στο ίδιο, σ. 44, 46-47, 50-51. Γούναρης, ό.π., σ. 89 κ.εξ., 94 κ.εξ.
[24] Ανώνυμος, ό.π., σ. 51.
[25] Γούναρης, ό.π., σ. 101-102, 102-103, 107-108, 109, 111, 126 κ.εξ.
[26] Τα δύο αδέλφια ανήκαν στη λεγόμενη «παράταξιν των νέων». Ο Αθανάσιος, μαζί με τον ποιητή Παν. Σούτσο, συνέταξε το «Προς τον βασιλέα της Ελλάδος περί της απαιτουμένης πολιτικής μεταβολής Υπόμνημα του Γερουσιαστού Κωνστ. Κανάρη», στο οποίο προσέθεσε έναν πολύ ενδιαφέροντα πρόλογο· βλ. Γούναρης, ό.π., σ. 26-27, 34, 132-136.
Σχετικά θέματα:
Filed under:
Άρθρα - Μελέτες - Εισηγήσεις,
Ναυπλιακή Επανάσταση 1862 Tagged:
Argolikos Arghival Library History and Culture,
Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού,
Γούναρης Αναστάσιος,
Επανάσταση,
Επανάσταση της 1ης Φεβρουαρίου,
Ιστορία,
Ναυπλιακή Επανάσταση,
Ναύπλιο,
Νομικός Κόσμος,
Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου,
Revolution