Quantcast
Channel: Ναύπλιο – ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 187

Το Ναύπλιο στα χρόνια της «Ναπολεοντίας»: κοινωνικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα

$
0
0

Το Ναύπλιο στα χρόνια της «Ναπολεοντίας»: κοινωνικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα – Άννα Ταμπάκη


 

Τον Ιανουάριο του 1823, στις 18 του μηνός, και ενώ ο απελευθερωτικός Αγώνας συνεχιζόταν, το Ναύπλιο, ερειπωμένη πόλη, με εμφανή τα ίχνη των εχθροπραξιών, ανακηρύχθηκε, μετά την Αίγινα, διοικητικό κέντρο. Για την εικόνα που παρουσιάζει, οι μαρτυρίες της εποχής είναι συγκλίνουσες. Το Ναύπλιο περιγράφεται ως:

«μια κατεστραμμένη πόλη. Όλα τα σπίτια είναι καμμένα ή ερειπωμένα. Αδύνατον να βρεις έστω και ένα κατάλληλο για κατοικία. Τα δύο καλύτερα σπίτια της πόλης, του Πετρόμπεη και του Κολοκοτρώνη, δεν έχουν ούτε πόρτα ούτε παράθυρα. Καταλαβαίνετε τώρα τι είναι τα άλλα.»[1]

Ένα χρόνο μετά, το 1824, ο Άγγλος γιατρός William Black συναντά όπου και να κοιτάξει: «τα σημάδια του πολυαίμακτου πολέμου, ρυπαροί δρόμοι, συχνά αποκλεισμένοι από ερείπια γκρεμισμένων σπιτιών και απορρίμματα».[2]

Ο Κόδριγκτον επισκέφθηκε την οικία Πετρόμπεη το 1827: «η ξύλινη κλίμαξ δι’ ης ανέβην μόλις υπεβάσταζε το βάρος μου, αλλ’ ούτε το έδαφος ήτο στερεώτερον. Ο θάλαμος εστερείτο στέγης και χελιδόνες επέπτοντο μεταξύ των δοκών».[3]

Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (1809-1892).

Πολύ κοντά σ’ αυτές τις ζοφερές περιγραφές είναι και ο βασικός πληροφοριοδότης μας για τα πολιτιστικά τεκταινόμενα στο Ναύπλιο της εποχής, ο φαναριώτης λόγιος Αλέξανδρος Ρίζος  Ραγκαβής. Διηγείται την άφιξη της οικογένειάς του στο Ναύπλιο, στις 20 Φεβρουαρίου 1830 και την εξεύρεση κατοικίας:

«Μετά διήμερον δε διαμονήν του μεν πατρός μου και εμού παρά τω Κω Σκούφω, των δε αδελφών Σούτσων παρά τω πρεσβυτέρω αυτών αδελφώ Νικολάω, μετέβημεν ο πατήρ μου και εγώ εις τα δωμάτια α εμισθώσαμεν εν τη οικία του Κ. Καραπαύλου, ήτις ην μία των μεγαλοπρεπεστάτων και μάλλον επιζητήτων τότε εν Ναυπλί. Ην δε κυρίως ευρύχωρον ερείπιον κακώς έχον, και μόλις διαφυγόν την εντελή καταστροφήν επί της πολιορκίας. Η δε κατοικία ήμων συνέκειτο εκ δύο δωματίων, ούδεν εχόντων έπιπλον εννοείται, ξύλινα δε μόνον παραθυρόφυλλα προφυλάττοντα από των ακτίνων του ηλίου και των πνοών του ανέμου, καθ’ όσον υαλία εις τα παράθυρα εθεωρούντο τότε, καθώς επί Αριστοφάνους, ως παράβολος πολυτέλεια διά το Ναύπλιον. Ήσαν όμως τα δωμάτια ταύτα τα ευπρεπέστερα της οικίας, ώστε και εις συναναστροφήν συνήρχοντο παρ’ ημίν οι κατοικούντες τα πενιχρότερα μερίσματα αυτής, ως η οικογένεια του Ιακώβου Αργυροπούλου, του προ μικρού υπανδρεύσαντος την θυγατέρα του Χαρίκλειαν μετά του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, και ο Α. Καντακουζηνός […]».[4]

 

Επί Καποδίστρια λήφθηκαν ασφαλώς μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, για την καθαριότητα και την απομάκρυνση των ερειπίων, για τη διαπλάτυνση των οδών και την οργάνωση της δημόσιας και κοινωνικής ζωής, ωστόσο οι εικόνες που περιγράψαμε κυριαρχούν ακόμη την εποχή της άφιξης του Όθωνα.[5]

Πολιτική ρευστότητα, πάλη του παλαιού με το καινούργιο, σύγκρουση του παραδοσιακού πολιτισμού με το δυτικό πρότυπο, καθώς ο εποικισμός της πόλης με επήλυδες Μοραΐτες, Στερεοελλαδίτες, Μακεδόνες, Ηπειρώτες, νησιώτες από τη Χίο, την Κύπρο, την Κρήτη, Σμυρνιούς, τα «πρωτεύοντα πρόσωπα του Αγώνα», ανάμεσά τους και δυτικοθρεμμένους Φαναριώτες και πολλούς ξένους επισκέπτες[6] δημιουργεί ένα εκρηκτικό μωσαϊκό τάσεων και αντιθέσεων.

Δημήτριος Βυζάντιος (1790- 1853), το όνομα του ήταν: Δημήτριος Κ. Χατζή-Ασλάνης, ήταν κωμωδιογράφος και αγιογράφος. Το δημοφιλέστερο θεατρικό του έργο υπήρξε η Βαβυλωνία.

Οξυδερκές κείμενο και πολύτιμο κάτοπτρο αποτελεί η Βαβυλωνία (α’ έκδοση 1836) του Δ. Κ. Βυζάντιου, καθώς απεικονίζει με ενάργεια, μέσα από τον κεντρικό καμβά της γλωσσικής πολυμορφίας και ασυνεννοησίας, τις βαθύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές του νεογέννητου κράτους. Η κωμωδία πρωτοδημοσιεύεται το 1836 αλλά η υπόθεσή της τοποθετείται με ακρίβεια μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, το 1827, σε μια «λοκάντα» (ταβέρνα) του Ναυπλίου.

Μια συντροφιά από Έλληνες που προέρχονται από διάφορες γεωγραφικές περιοχές γιορτάζουν την Απελευθέρωση. Δημιουργούνται παρεξηγήσεις και συγκρούσεις λόγω των διαφορετικών ιδιωμάτων τους και φυλακίζονται ύστερα από παρέμβαση της Αστυνομίας. Αφού ανακρίνονται, αφήνονται στο τέλος ελεύθεροι και η κωμωδία κλείνει με εορταστικούς χορούς και τραγούδια. Η σύνθεση των προσώπων απηχεί χαρακτηρολογικά τα κοινωνικά στρώματα του Ελληνισμού: ο φτωχός ελλαδικός χώρος, η εξουσία που προέρχεται από τα Επτάνησα (αστυνόμος), οι Φαναριώτες, φορείς της πνευματικής εξουσίας, κ.λπ.[7]

 

[Η Βαβυλωνία, έκδ. β’ 1840, Πράξις Α’, Σκηνή Β’]

Πελοποννήσιος, καὶ ὁ Ἀνατολίτης

Πελ. (εἰσέρχεται καὶ χαιρετᾷ τὸν Ἀνατολίτην)

ὥραν καλὴ τῆς ἀφεντιᾶς σας.

Ἀνατ. Καλῶς το, καλῶς το – κάτζαι.

Πελ. Ἔχετε τὴν Ἐφημερίς;

Ἀνατ. Φημερίδα τέλεις;

Πελ. Ναίσκε – τὴν ἐφημερὶς τῆς Ἑλλάς.

Ἀνατ. Κύτταξ’ ἐκεῖ πέρα τραπέζι ἀπάνου κάτι χαρτιὰ εἶναι – σακὶν νὰ μὴν εἶναι φημερίδα;

Πελ. Μάλιστα – (λαμβάνων ἀπὸ μίαν τράπεζαν τὴν ἐφημερίδα, ἀναγινώσκει καθ’ ἑαυτὸν).

Ἀνατ. Ἔϊ ὕστερα; ἐσὺ μονάχο σου ντιαβάζεις, μονάχο σου ἀκοῦς – ντὲ λὲς κι’ ἐμένα κανένα χαβαντήσι γράφει φημερίδα;

Πελ. Τέλος πάντων οἱ βασιλειάδες ἀποφασίσανε νὰ λευτερώσουνε τὴν Ἑλλὰς – πάει – τὸν ξωρκίσανε πγιὰ τὸ μαγκοῦφι τὸ Μπραήμη.

Ἀνατ. Ἔτζι γράφει φημερίδα; γιὰ νὰ δγιῶ… (παρατηρεῖ τὴν Ἐφημερίδα χωρὶς νὰ τὴν ἀναγνώσῃ) ἔϊ ἀρτὶκ ἰψέματα σώτηκε πγιὰ – λευτερία ἦρτε….[8]

 

Άνθρωποι απλοί, άλλοι αγράμματοι άλλοι κατέχοντας λίγα κολυβογράμματα, πολύ υπερήφανοι ωστόσο με τη νέα τους κατάσταση:

 

Βαβυλωνία Πράξις Β’, Σκηνή ΣΤ’]

(Ο Αστυνόμος εξετάζει τον Πελοποννήσιον)

Αστυνόμος, Πελοποννήσιος, ο Γραμματεύς και Στρατιώται.

ΑΣΤ. (Προς τους στρατιώτας) Φέρτε, μουρέ, εκειόνε το Μουραΐτη… (τον φέρνουν· προς τον Πελοποννήσιον) Πινομή σου;

ΠΕΛ. Πούλος Πουλόπουλος.

ΑΣΤ. Και πούθε είσαι γιαμά;

ΠΕΛ. Απ’ την Πελοπόννησος.

ΑΣΤ. Και πες δα κακόρικε π’ ούσαι απέ το Μουρία… Και τι τέχνη κάμεις;

ΠΕΛ. Έμπορος.

ΑΣΤ. Και τι θα πη, μουρέ, έμπορος;

ΠΕΛ. Πραματευτής.

ΑΣΤ. Όρσε κ’ εσύ διάολλε…· έμαθες και συ τσι ελληνικούρες.

ΠΕΛ. Τήρα δω, κυρ Αστρονόμο, είμαι Έλληνας, ακούς με, και πρέπει να μιλώ με μάθησις.

ΑΣΤ. Και πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού;

ΠΕΛ. Να σ’ ορίσω, κυρ Αστρονόμο μου, δε ξέρω, εγώ έφερα να πουλήσω καμπόσα λαγοτόμαρα, καμπόσ’ αλούπια, τυριά, βούτυρα, και τραχανά· είχα στείλει και τον παραγυιό μου με κάμποσες γίδες στέρφες π’ ούχα στην παλιόστανή μου, και τα πούλησα όλα, κι έκαμνα το λογαρισμό μου… Σα με τσούκλωσε η πείνα, ήρθα να την τυλώσω στη λοκάντα, ηύρα και την αφεντιά τους εδώ, κι είπαμε να κάμουμ’ ένα γλέντι…· και να σ’ ορίσω, γλεντάγαμε όμορφα και καλά –  σα θε ν’ άρθη το μαγκούφι, έρχεται – ο Αρβανίτης τ’ όβαλε στη μπουρίνα, πγια θα το φέρ’ ο διάτανος, και στα καλά καθούμενα, τσακωθήκανε με τον Κρητικό… Το τσάκωμά τους τι ήτουνα, να σ’ ορίσω, δε ξέρω τι ήτουνα…· δεν έβαν’ αυτί ν’ αγκρουμαστώ καλά καλά… Εγώ, ακούς με, τόσο τόσο δε συλλογιούμαι για ξένες έννοιες…· τήρα δω, το νιτερέσο μου κυττάζω, κι άρα πάρα, ήλιος…

ΑΣΤ. Μωρ’ εγώ δεν εκατάλαβα τίποτσι απ’ αυτήν την ιστορία που με είπες, μα τη Φανερωμένη.

ΠΕΛ. Εγώ, κυρ Αστρονόμο μου, σε τα κουβέντιασα τα πάσα πάντα της υπόθεσις…· τους είδα που τσακωθήκανε, μα δεν είχα τόσο το νου μου σε δ’ αυτούς… · φωτιά να τους κάψη κι εκείνους και τα μάγγανά τους…[9]

Η εντύπωση που δημιουργείται στον επισκέπτη του Ναυπλίου γύρω στα 1830 είναι η ακόλουθη: υπάρχουν πολλά καφενεία,[10] πάντα γεμάτα κόσμο, θορυβώδη, όπου αργόσχολοι παίζουν χαρτιά και μπιλιάρδο, και ανοίγουν ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις, εμπορικά μαγαζιά που έχουν σχετική κίνηση. Τα βιοτικά προβλήματα είναι πολλά, με κυρίαρχη μάστιγα την ανεργία. Η καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων μοιράζεται ανάμεσα σε ζωηρές συζητήσεις, καφέδες, γλέντια, χορούς και τσακωμούς,[11] ακριβώς όπως στη Βαβυλωνία. Τα καφενεία, επιδιώκοντας να καλύψουν τις ανάγκες πληροφόρησης της πελατείας τους, λειτούργησαν και ως αρχέτυπη μορφή Αναγνωστηρίου.[12]

Αυτήν ακριβώς την εικόνα παρέχει ο «Αθηναίος» Ανδρέας Καλαρρύτης, ήρωας του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή στο θεατρικό Γάμος άνευ νύμφης που έγραψε το 1832 στο Ναύπλιο και εκδόθηκε αργότερα ως Ο Μνηστήρ της Αρχοντούλας:

 

ΑΝΔΡΕΑΣ – Άϊ! πού;

Γυναικά έχω; παιδιά έχω και σκυλιά;

Σκοτώνω, καθώς λέγουν, τον κακόν καιρόν.

Ολίγους γύρους φέρω εις την μουσικήν,

‘ς τα καφφενεία, λιγουλάκι δόμινον,

καμμιάν πρέφαν, πότε τούτον απαντώ,

πότε τον άλλον, πίνομεν, τα λέγομεν,

και με της ώρας νέα, με πολιτικά,

με συζητήσεις, ο καιρός κατρακυλά

και την δραχμήν το βράδυ, και ‘ς το θέατρον.[13]

 

Σε άλλες πηγές πάλι αποτυπώνεται με εύγλωττο τρόπο η σύντονη προσπάθεια εκπαιδευτικής και πνευματικής αναγέννησης με τη σύσταση σχολείων και τυπογραφείων (Τυπογραφείο της Κυβερνήσεως, 1828-1833: του Εμμ. Αντωνιάδη, κ.ά.), την έκδοση εφημερίδων (1828-1832: Γενική Εφημερίς, εκδ. Γ. Χρυσίδης· 1832-1833: Εθνική Εφημερίς, εκδ. Γ. Χρυσίδης· Le Moniteur Grec, εκδ. Κ. Σχινάς­, Σπ. Τρικούπης· Ελληνικός Καθρέπτης, εκδ. Α. Παπαδόπουλος Βρετός· 1833: Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασ. της Ελλάδος, Χρόνος του Ιω. Φιλήμονος, Τριπτόλεμος του Γ. Παλαιολόγου, Ήλιος του Α. Αγγελίδη), περιοδικού τύπου (περ. Ηώς και Αθηνά του Εμμ. Αντωνιάδη) και Δημόσιου Αναγνωστηρίου (του «Φιλολογικού Σπουδαστηρίου», που ίδρυσε το 1831 ο Α. Παπαδόπουλος-Βρετός, το οποίο εφήρμοζε και τη μέθοδο του δανεισμού), κάτι αντίστοιχο δηλαδή με τα cabinets de lecture, θεσμό που ανθούσε στη Γαλλία του 19υ αι. καθώς και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες.

Τα πάμπολλα καφενεία (γύρω στα 24 «καφεπωλεία και βιλιάρδα» αριθμούνται στα 1826)[14] συντηρούν Έλληνες και Ιταλοί επιχειρηματίες και δεν αργούν να προκαλέσουν αντιδράσεις.

Στο φύλλο της 15ης Φεβρ. 1830 της Ηούς καταγράφεται με ζωηρούς τόνους η αγανάκτηση του ανώνυμου αρθρογράφου: «θέλει δακρύσει τις οπόταν ιδή μίαν αξιόλογον νεολαίαν, εις την οποίαν έχει μήνη η υπεράσπισις της πατρίδος και η διατήρησις της ελευθερίας μας να κυλίεται εις τα καφενεία ράθυμος και αμέριμνος».[15]

Είναι συγκινητική η πρώιμη μέριμνα του «πολιτάρχη του Αναπλιού» Νικηταρά για να μετατραπεί το «Τζαμί του Αγάπασσα» σε θέατρο.[16] Τον Νοέμβριο του 1823 αποστέλλει σχετικό έγγραφο στον τότε Υπουργό των Εσωτερικών Παπαφλέσσα, στο οποίο εξαίρεται η παιδευτική αποστολή του θεάτρου:

«Επειδή και εις την ανθρωπότητα το πρώτον αγαθόν πράγμα είναι η παιδεία, καθώς προς τούτοις εις την ιδίαν. Ιερώτατον και η υπεράσπισις των πτωχών ασθενών, μάλιστα δε των στρατιωτών, ζητώ διά του παρόντος μου μέσον του Υπουργείου τούτου, […] ίνα δοθώσιν εις την εξουσίαν μου πρώτον το τζαμί του Αγάπασσα μεθ’ όλα του τα περιεχόμενα εργαστήρια, ίνα χρησιμεύση διά θέατρον, δεύτερον την μεγάλην οικίαν ευρισκομένην εις το πλάτωμα απέναντι του τζαμίου, ίνα χρησιμεύση δια σχολείον […]».[17]

 

Η περιοχή Αρβανιτιά στο Ναύπλιο, «Platz Arvanitika zu Nauplia», 1833. Έργο (υδατογραφία) του βαυαρού αξιωματικού Α. Haubenschmid, που υπηρέτησε στην Ελλάδα κατά την οθωνική περίοδο.

  

Ένας νέος κόσμος γεννιέται

 

 «Τι νέα; το παν έσεται νέον εις το έξης μία νέα γενεά διαδέχεται την παλαιάν· ένας νέος κόσμος πραγμάτων, ιδεών, συνηθειών, ενδυμάτων, έρχεται σιωπηλώς και σιωπηλώς επικάθηται εις τα ερείπια του παλαιού […]» (πηγή εφ. Ήλιος, 1833).[18]

 

Στίξη και αντίστιξη: βρισκόμαστε σε ένα εκρηκτικό μεταίχμιο το ετερόκλητο πλήθος των ελεύθερων πολιτών που συνωστίζεται στους σκονισμένους δρόμους του «λαβωμένου» Ναυπλίου, προσπαθεί, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα να επουλώσει τις πληγές του και με ταχείς και άνισους ρυθμούς να εκσυγχρονισθεί, να εκπολιτιστεί. Διαδικασία στην οποία αναπόφευκτα ελλοχεύουν συγκρούσεις του παλαιού με το καινούργιο.

Νέος άνεμος φυσάει και εισάγει ανανεώσεις στην επίπλωση, εμφάνιση λ.χ. του πρώτου (κλειδο)κυμβάλου στην οικία Καρατζά:

 

«Η οικία εν τούτοις του Κ. Καρατζα εξηκολούθει ούσα μία των κομψοτέρων της Ελληνικής πρωτευούσης, περιέχουσα και την τότε σπανιωτάτην έτι πολυτέλειαν κυμβάλου, και την έτι σπανιωτέραν της οικοδεσποίνης, ήτις μεθ΄ίκανης ευχερείας έπαιζεν επ’ αυτού, ακροατάς έχουσα ολίγους έτι τους δυναμένους να εκτιμήσωσι τα μουσικά αυτής προτερήματα, ιδίως τους εξοχωτέρους των ξένων επιδήμων εν Ναυπλίω, και προ πάντων την ωραίαν σύζυγον του στρατηγού Gerard του εκ Γαλλίας μετακληθέντα προς οργανισμόν του Ελληνικού στρατού».[19]

 

Εισάγονται νέου τύπου συναναστροφές και διασκεδάσεις (υπό την έννοια του δυτικοευρωπαϊκού όρου loisirs), με τη διοργάνωση μουσικών ακροάσεων και χοροεσπερίδων:

 

«Εις του Α. Μαυροκορδάτου την οικίαν, εχορεύομεν ενίοτε, αφηγείται ο Ραγκαβής, μόνην ορχήστραν έχοντες τον λόγιον αξιωματικόν Κον Κ. Αξελόν τραγωδούντα και κρούοντα τον ρυθμόν δια των παλαμών».

Ούτε δ’ ήσαν και εύκολοι και ακίνδυνοι πάντοτε αι τοιούται συναναστροφαί, ας ούχ ήττον απέκρουον εισέτι στοιχείων τινών της κοινωνίας τα έτι αρχαϊκώτερα έθιμα. Ούτως ο Ν. Σκούφος μοι διηγείτο ότι εις χορευτικήν εσπερίδα ην είχε δώσει προ της αφίξεως μου, βλέπων ο Θ. Γρίβας τους νέους προσερχομένους να καλέσωσι την νέαν του σύζυγον εις χορόν, ηγέρθη πυρ πνέων, και έσυρε το ξίφος να τους κατακόψη· μόλις δε τον ανεχαίτισαν οι οικοδεσπόται, και η αποχή των χορευτών από της Κας Γρίβα, ήτις άλλως τε και δεν ήξευρε να χορεύη […]».[20]

 

Δημήτριος Καλλέργης. Φωτογραφία του Γάλλου André-Adolphe-Eugène Disdéri (1819-1890), Παρίσι 1865.

Διοργανώνονται φιλολογικές συναντήσεις και απαγγελίες (όπως στο φιλόξενο σαλόνι των Σούτσων «πρώτιστον κοινωνικόν καταφύγιον και μεγίστη απόλαυσις»),[21] χαρτοπαίγνια σε συνδυασμό με χοροεσπερίδες, όπως στο σαλόνι του στρατηγού Δημ. Καλλέργη:

 

«Εις τον αβροδίαιτον τούτον οίκον καθ’ ημέραν η τράπεζα ην παρατεθειμένη διά πάντας τους φίλους, και ανά πάσαν εσπέραν ην χορός, ή δυστυχώς, και βαρεία χαρτοπαιξία και εις μεν τον πρώτον διέπρεπον αί κυρίαι Γεωργαντά και άλλαι νέαι εκ των Ελληνικών οικογενειών, σίτινες οσημέραι κατήρχοντο εξ Οδησσού και άλλων μερών της Ευρώπης. Εις δε των χαρτίων την τράπεζαν, ής οι ημέτεροι πάντες δεν απείχον όσον ώφειλον, την πρώτην θέσιν επείχον οι Ρώσσοι αξιωματικοί του ναυτικού […]».[22]

 

Καθιερώνονται θεατρικές αναγνώσεις ή και παραστάσεις σε σαλόνια, όπως στο περιώνυμο και ισχυρό σαλόνι του Επτανήσιου γιατρού Διονυσίου Ταγιαπιέρα: «[…] ανήρ αγχίνους ην κάτοχος ευρείας παιδείας, και λεπτήν και ησκημένην είχε την κρίσιν»[23] Σ’ όλα αυτά, όπως είδαμε, πρωτοστατούσαν οι εξελιγμένοι και δυτικοθρεμμένοι Φαναριώτες[24] και οι λόγιοι διαφωτιστές.

Αρκετά έργα είδαν άλλωστε το φως στο Ναύπλιο εκείνη την εποχή: ο Άσωτος (1830) πρωτόλεια κωμωδία με πολλά μολιερικά δάνεια από τον Κύριο Πουρσονιάκο, τον Κατά Φαντασία Ασθενή και τον Αρχοντοχωριάτη, με συνύπαρξη και ορισμένων άλλων στοιχείων, που προδίδουν τη ρομαντική διάθεση και παιδεία του δημιουργού του Αλ. Σούτσου[25] -διαβάστηκε πρώτα στο σαλόνι του Ταγιαπιέρα και μετά πήρε το δρόμο του τυπογραφείου, η Βαβυλωνία, οι πατριωτικές τραγωδίες Αϊ Αθήναι Ελευθερωμέναι (1830) του Ιωάννη Πραντούνα, έργο του οποίου η σκηνική δράση τοποθετείται στην αχλύ του 3ου μ.χ. αιώνα και πηγή έμπνευσης του συγγραφέα του είναι μια επιδρομή των Γότθων στην Αττική, την οποία απώθησαν οι Αθηναίοι (διαβάστηκε και αυτό πριν εκδοθεί στο σαλόνι του Ταγιαπιέρα)[26] και ο Νικήρατος (1826) της Ευανθίας Καΐρη, εμπνευσμένο από την ηρωική πολιορκία και Έξοδο του Μεσολογγίου,[27] καθώς και η σάτιρα ηθών του Ραγκαβή Γάμος άνευ νύμφης (1832).

Θα κλείσω τη μικρή μας περιήγηση στη μεταλλασσόμενη κοινωνία του Ναυπλίου της εποχής, με την αφήγηση της πρώτης απόπειρας θεατρικής παράστασης στο σαλόνι του Καλλέργη:

 

«Μίαν δ’ ημέραν ο εις πας είδος διασκεδάσεων εφευρετικός Καλλέργης επρότεινε να παραστήσωμεν κωμωδίαν τινά εις την οικίαν του. Η πρότασις εγένετο μετ’ ενθουσιασμού δεκτή, και σκέψεως γενομένης περί του δράματος, επροτείνοντο διάφορα Γαλλικά. Εγώ όμως, γράφει ο Ραγκαβής, ισχυρώς διεμαρτυρόμην κατά τούτου, αξιών ότι έπρεπεν Ελληνιστί να γίνη η παράστασις και απέκρουον επιμόνως και θριαμβευτικώς όσα μοί αντέττατον οι αντιφρονούντες επιχειρήματα»,

 

ότι δηλαδή δεν υπήρχε ελληνική κωμωδία για παράσταση. Ο Ραγκαβής επέμενε ότι υπάρχει κατάλληλη και υποσχέθηκε να τη φέρει σε δυο ημέρες. Αναφύεται ωστόσο επί πλέον πρόβλημα: οι κυρίες δεν δέχονταν να βγουν στη σκηνή, έστω και σε ιδιωτικό χώρο. Άρα έπρεπε να γραφτεί έργο χωρίς γυναικείους ρόλους. Όπερ και εγένετο. Ο Ραγκαβής συνέθεσε μια μονόπρακτη κωμωδία ηθών με έντονες μολιερικές μνήμες, τον Γάμο άνευ νύμφης. Τελικά και για τον φόβο παρεξηγήσεων (μήπως και οι χαρακτήρες του έργου θυμίσουν δυο κυρίες της ανώτερης κοινωνίας που μόλις είχαν φθάσει από την Οδησσό), το αρχικό σχέδιο ματαιώθηκε.

 

«Αντ’ αυτής δε παρεστήσαμεν τότε παντομίμαν τινα της ιδίας ημών συνθέσεως· και επειδή αι κυρίαι επέμενον, μη θέλουσαι να συμπαραστήσωσι, το γυναικείον μέρος εδόθη εις εμέ, και ο εραστής μου ήτον ο κ. Μουρούζης, η δ’ ορχήστρα ημών συνίστατο εκ των δύω Μολδαυών αδελφών Βάλσα, οίτινες ήσαν άριστοι κυμβαλισταί. Φαίνεται δε ότι εντελώς επετύχομεν και εχειροκροτήθημεν ενθουσιωδώς, ει και τούτο δεν ήτο απόδειξις επαρκής, διότι θα εχειροκροτούμεθα και αν απετυγχάνομεν. Μετά δε την παράστασιν είπετο χορός […]».[28]

 

Η εφ. Σωτήρ (φύλλο της 31ης Δεκ. 1836) αναφέρει δυο παραστάσεις στο Ναύπλιο από τους μαθητές της Σχολής, με έργα του Ζαμπέλιου, τον Τιμολέοντα και τον Σκεντέρμπεη [Γεώργιο Καστριώτη].

Και ο τελευταίος λόγος στο πορτραίτο του Αγροικογιάννη, του χωριάτη που προσπαθεί στον Γάμο άνευ νύμφης (Ο Μνηστήρ της Αρχοντούλας) να μάθει καλούς τρόπους, να γίνει του «συρμού» και να παντρευτεί αρχοντοπούλα.

 

ΥΠΟΥΛΙΔΗΣ […]

Ο Κυρ Αγροικογιάννης είναι κάτοικος,

κατοικοκτηματίας, ως ο ίδιος

καυχάται, λέγων, εις την Ποντικότρουπαν

του των Παραβυστίων δήμου. Πέρυσι,

εις Σύραν ότε ήμην, τον εγνώρισα.

Δια καλήν του μοίραν ! Προϊόντα του επήγε

να πωλήση, και χωρίς εμού

είπε πως θα επώλει και το φέσι του.

Του εμπορίου ούδε γρύ δεν ήξευρε.

Μερικοί φίλοι τον επήραν μυρωδιά,

και τον επήραν εις το χέρι. Έπειτα

τι να τον κάμης, όπου και φιλόδοξος

ο κύριος σε ήτον. Εις το θέατρον,

τους περιπάτους, έβλεπε τους κορδωτούς

γραφείς κ’ υπαλληλίσκους, τους καμαρωτούς

κομψευόμεvους vεαvίσκους, κάμvοvτας

τα πετεινάρια προς τας νέας, κ’ ήθελε

κι’ αυτός να βάλη την ουράν του.

Η χρηστή απλοϊκότης των Ελληνικών ηθών

δεν τον άρκει· σε θέλει και πιθηκισμούς,

ξενοτροπίαις. Πήρε λυγιστό ραβδί,

ζουγραίνει τα μαλλιά του, λάδι αλείφεται,

και σειέται και κουνιέται· και μ’ εφαίνετο

ότι φουσκόνων, ήθελεν ο βάτραχος

να μιμηθή τους βόας του καλού συρμού.[29]

 

 

Υποσημειώσεις


[1] Har. Nicolson, Byron. The last journey. April 1823-April 1824, Λονδίνο 1924, σσ. 160-161. Πρβλ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21, τ. Γ’: 1823-1824, Αθήνα 1981, σ. 88. Πολύ χρήσιμη παραμένει η μελέτη της Αλέκας Μπουτζουβή – Μπανιά, «Το Ναύπλιο στα χρόνια 1828- 1833. Σκιαγράφηση της κοινωνικής, πολιτισμικής και πνευματικής ζωής», Ο Ερανιστής, τ. 18 (1986), σσ. 104-136. Πρβλ. με το σύντομο άρθρο της Ελπίδας Π. Κομιανού, «Έργα και ημέρες του θεάτρου στο Ναύπλιο», Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τ. 5 (2004), σ. 615-619, κυρίως 615-617.

[2] William Black, Narrative of cruises in the Mediterranean in Η.Μ.S. ‘Euryalus’ and ‘Chanticleer’ during the Greek War of Independence (1822-1826), Εδιμβούργο 1900, σ. 141· πρβλ. Κ. Σιμόπουλος, τ. Γ’, σ. 380.

[3] Βλ. Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί Ενθυμήσεις, τ. Α’, Ερμής, Αθήνα 1973, σ. 95.

[4] Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Απομνημονεύματα, τόμος Πρώτος, Εν Αθήναις, Εκδότης Γεώργιος

Κασδόνης, 1894, σσ. 235-236. Πρβλ. με σ. 246, όπου περιγράφεται η εξίσου ετοιμόρροπη κατοικία του «άρτι αφιχθέντος» Δ. Υψηλάντη.

[5] Αλέκα Μπουτζουβή – Μπανιά, «Το Ναύπλιο στα χρόνια 1828-1833…», σ. 106, κυρίως υποσ. 6.

[6] Αλέκα Μπουτζουβή – Μπανιά, ό.π., σ. 107, και υποσ. 9.

[7] Άννα Ταμπάκη, Το νεοελληνικό θέατρο (18ος – 19ος αι.). Ερμηνευτικές προσεγγίσεις, Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2005, σσ. 342-343. Πρβλ. με τις απόψεις του Κ. Θ. Δημαρά, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1982, σ. 329.

[8] Δ. Κ. Βυζάντιος, Η Βαβυλωνία α’ και β’ έκδοση. Επιμέλεια Σπύρος Α. Ευαγγελάτος, Ερμής, ΝΕΒ, Αθήνα 1972, σ. 7.

[9] Δ. Κ. Βυζάντιος, Η Βαβυλωνία α’ και β’ έκδοση…, σσ. 29-30.

[10] Αλέκα Μπουτζουβή – Μπανιά, «Το Ναύπλιο στα χρόνια 1828-1833…», σσ. 120-124.

[11] Αλέκα Μπουτζουβή – Μπανιά, ό. π., σ. 110.

[12] Αλέκα Μπουτζουβή – Μπανιά, ό π., σ. 125.

[13] Χρησιμοποιώ την έκδοση: Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Ο μνηστήρ της Αρχοντούλας, Κωμωδία εις πράξιν μίαν. Εν Αθήναις, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1904. σ. 8.

[14] Αλέκα Μπουτζουβή – Μπανιά, «Το Ναύπλιο στα χρόνια 1828-1833…», σ. 125.

[15] Ηώς, αρ. 2. 15 Φεβρ. 1830, σσ. 6-7 και αρ. 3, 1 Μαρτ. 1830, σ. 4.

[16] Πρόκειται για το σημερινό «Τριανόν», που βρίσκεται στη Πλατεία Συντάγματος. Οικοδομήθηκε μάλλον στην περίοδο της πρώτης Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με τη βυζαντινή τεχνική. Κατά τη δεύτερη βενετοκρατία χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα ως καθολικός ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Αντώνιο. Μετά την Απελευθέρωση στέγασε αλληλοδιδακτικό σχολείο και το 1895, μετά από ανακαίνιση, χρησίμευσε ως θέατρο. Από τη σκηνή του παρήλασαν μεγάλοι θεατράνθρωποι: ο Αιμίλιος Βεάκης, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κατερίνα, ο Αλέξης Μινωτής, κ.ά.

[17] Αλέκα Μπουτζουβή – Μπανιά, ό. π., σ. 112, υποσ. 28.

[18] Αλέκα Μπουτζουβή – Μπανιά, «Το Ναύπλιο στα χρόνια 1828-1833…», σ. 123. Πηγή η εφ. Ήλιος, αρ. 38, 17 Νοεμβρ. 1833, σσ. 151-152, «Επιστολή περί Ναυπλίου ενός παρατηρητού», στήλη «Ηθική πολιτική».

[19] Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Απομνημονεύματα, σ. 257.

[20] Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Απομνημονεύματα, σ. 257.

[21] Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Απομνημονεύματα, σ. 258 κ.ε.

[22] Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Απομνημονεύματα, σσ. 268-269.

[23] Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Απομνημονεύματα, σ. 274.

[24] Άννα Ταμπάκη, Το νεοελληνικό θέατρο (18ος – 190ς αι) …, σσ. 302-303.

[25] Άννα Ταμπάκη, Η νεοελληνική δραματουργία και οι δυτικές της επιδράσεις (18ος -19ος αι.). Μια συγκριτική προσέγιση, β’ έκδοση, Ergo, Αθήνα 2002, σσ. 145-146. Βλ και τις παρατηρήσεις του Α. Ρίζου Ραγκαβή, Histoire Litteraire de la Grece moderne, ΙΙ, Παρίσι 1877, σ. 37.

[26] Για την υπόθεση του έργου, βλ. Άννα Ταμπάκη, Η νεοελληνική δραματουργία και οι δυτικές της επιδράσεις …, σ. 116: «(…) Ωστόσο σ’ αυτό το κείμενο είναι παρόντα τα μοτίβα και οι έννοιες οι τόσο αγαπητές στο νεοελληνικό Διαφωτισμό: η ιδέα της πολιτικής και ηθικής παρακμής που επέρχεται μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, η ιδεολογική χρήση της έννοιας του «πολίτη» και του ιερού του χρέους απέναντι στην πατρίδα, η αποθέωση της ελευθερίας, ποικίλες νύξεις ή μηνύματα αντιτυραννικά, κ.λπ.»

[27] Άννα Ταμπάκη, Η νεοελληνική δραματουργία και οι δυτικές της επιδράσεις …, σ. 70: «Τα πρόσωπα του έργου είναι ο Νικήρατος, στρατηγός, ο Χαριγένης, γιος του, η Κλεονίκη, κόρη του, ο Λυσίμαχος, φίλος του Νικήρατου και αξιωματικός, στρατιώτες και χορός γυναικών και παιδιών ακόμη στο πρόσωπο του Τούρκου εχθρού, ο Μπραήμης. Η σκηνή, σημειώνει η συγγραφέας, είναι στο Μεσολόγγι. Το θέατρο παριστάνει ένα μέρος της πόλης, όπου φαίνονται οι τάφοι του Μάρκου, του Κυριακούλη … και Ναός. Αυτές οι ενδείξεις μας εισάγουν περισσότερο σε μια ατμόσφαιρα ρομαντική και υποβλητική. Το έργο διαπνέεται από τη φιλοπατρία και τη διάθεση αυτοθυσίας των ηρώων, που είναι από την αρχή αποφασισμένοι για τη θυσία». Παραστάθηκε στη Σύρο το 1826. Επανάληψη στα 1830 & 1833. Παίχτηκε και στην Καΐρειο Σχολή, στην Άνδρο. Πρβλ. Ευανθία Στιβανάκη, «Ο πατριωτικός Νικήρατος της Ευανθίας Καΐρη», Παράβασις/Parabasis, τ. 3(2000), σσ. 257-274. Και Βάλτερ Πούχνερ (εκδ.), Γυναίκες θεατρικοί συγγραφείς στα χρόνια της Επανάστασης και το έργο τους. Μητιώ Σακελλάρίου, Ή ευγνώμων δούλη, Ή πανοϋργος χήρα (1818), Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Φιλάργυρος (1823/1824), Ευανθία Καΐρη, Νικήρατος (1826). Φιλολογική επιμέλεια: Βάλτερ Πούχνερ, Θεατρική Βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2003.

[28] Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Απομνημονεύματα, σσ. 275-277. Πρβλ. με Βάλτερ Πούχνερ, «Μια σημαντική πηγή της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου του 19ου αιώνα. Τα Απομνημονεύματα του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή (1894/1895, 1930)», ανάτυπο από την Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. ΛΔ’ (2002-2003), σσ. 428-504, ιδίως 454-455.

[29] Ο Μνηστήρ της Αρχοντούλας, σ. 10.

 

Άννα Ταμπάκη

Η Άννα Ταμπάκη είναι Καθηγήτρια στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και Μέλος της Προσωρινής Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Ομιλία «Το Ναύπλιο στα χρόνια της Ναπολεοντίας: κοινωνικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα», στη σειρά Επιστημονικών – Επιμορφωτικών Διαλέξεων Ακαδημαϊκού έτους 2007-2008, Ανδρέας Στάικος, Ναπολεοντία, (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, θέατρο «Τριανόν», Ναύπλιο 18 Μαρτίου 2008).

* Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα και οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο οφείλονται στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη. Ορισμένα κείμενα αποδόθηκαν στο μονοτονικό, διατηρήθηκε, όμως, η ορθογραφία τους.  

 

Σχετικά θέματα:


Viewing all articles
Browse latest Browse all 187

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>